Πολιτισμός | Δικτυακός τόπος ΚΕΜΕΣ (kemes.wordpress.com), Πέμπ, 28 Δεκ 2017 | hits: 1504
Επιστρέφοντας στο παραμύθι…
άρθρο του Κωστή Παπαϊωάννου
Πέμπ, 28 Δεκ 2017

Οι παρακάτω σκέψεις έχουν σαν αφορμή μια ταινία. Δεν είναι ωστόσο σκέψεις για την ταινία αλλά για την σημερινή κοινωνία, στους δύσκολους καιρούς που περνάμε. Οι σκέψεις είναι δικές μου, αλλά την πρόκλησή τους την οφείλω εξ ολοκλήρου στον Αλέξη Δερμεντζόγλου και στους ανθρώπους που εργάζονται για την κινηματογραφική λέσχη της Θεσσαλονίκης. Κι αυτό, γιατί την ταινία την είδα σε μια προβολή της λέσχης, στο κλίμα προβληματισμού και συζήτησης που δημιουργεί ο Αλέξης, και που προσφέρει μια ανάσα ενάντια στην ασφυξία που προκαλεί το γενικό πολιτικό κλίμα της εποχής.

Η ταινία, Μια Υπέροχη Ζωή (It"s a Wonderful Life) του Φρανκ Κάπρα είναι γυρισμένη το 1946. Στην ιστορία της ανακατεύεται η πραγματικότητα με το παραμύθι ή πιο σωστά η πραγματικότητα περιγράφεται μέσα από το παραμύθι. Ο Θεός περιγράφει σε έναν "δόκιμο" άγγελο, την ζωή ενός απελπισμένου ανθρώπου ο οποίος έχει μετανιώσει που γεννήθηκε και θέλει να αυτοκτονήσει, και αναθέτει στον άγγελο να κατέβη στην γη και να τον βοηθήσει. Ο άγγελος τα καταφέρνει, ο άνθρωπος αντιλαμβάνεται την σημασία που είχε η ζωή του για την κοινωνία της πόλης του και επιστρέφει στην ευτυχία ενώ ο άγγελος επιστρέφει στον παράδεισο και προάγεται σε άγγελο πρώτης τάξεως με φτερούγες.

Ο ήρωας της ταινίας είναι ένας τίμιος επιχειρηματίας (κατασκευαστής κατοικιών) που συμμερίζεται τους συμπολίτες του και τους ωφελεί και η ζωή του είναι ένας συνεχής πόλεμος με τον κακό καπιταλιστή που ελέγχει ολόκληρη την πόλη (εκτός από την επιχείρηση του ήρωα) και εκμεταλλεύεται τους κατοίκους της. Ο τίμιος επιχειρηματίας απελπίζεται όταν -- αυτός που θυσίασε τα όνειρά του για να μείνει στην πόλη του και να προστατεύσει τους συμπολίτες του από τον κακό καπιταλιστή -- πέφτει στην παγίδα του εχθρού του και κινδυνεύει να καταστραφεί και να πάει φυλακή. Όταν όμως ο άγγελος του δείχνει πώς θα ήταν η πόλη χωρίς αυτόν, αυτός συνέρχεται, ενεργοποιείται και προσφεύγει -- με την βοήθεια της συζύγου του -- στους συμπολίτες του που δείχνουν πανηγυρικά την ευγνωμοσύνη τους και τον βγάζουν θριαμβευτικά από την παγίδα.

Βεβαίως η ταινία είναι αριστουργηματική από άποψη καλλιτεχνική, αλλά αυτό δεν φτάνει για να εξηγήσει το γεγονός πως αυτό το παραμύθι άφησε τους θεατές άφωνους στην διάρκειά της προβολής και τους έκανε να ξεσπάσουν σε χειροκρότημα στο τέλος της. Ήταν επίσης ενδιαφέρον το γεγονός πως ενώ τα μέλη της λέσχης έμειναν για την συνηθισμένη συζήτηση, κανείς δεν είχε όρεξη να μιλήσει και η συζήτηση περιορίστηκε στις πληροφορίες για την ταινία που έδωσε, όπως πάντα, ο κ. Δερμεντζόγλου. Αν κρίνω και από τον εαυτό μου η σιωπή δεν ήταν επειδή κανείς δεν είχε (ή δεν ήθελε) κάτι να πει για το περιεχόμενο της ταινίας αλλά επειδή αυτή η ταινία μας γέμισε σκέψεις που δεν είναι εύκολο να μπουν σε λόγια, κι αυτό νομίζω είναι το μεγαλείο της τέχνης γενικά, του κινηματογράφου ειδικότερα και της συγκεκριμένης ταινίας.

Αυτό είναι και το μεγαλείο του παραμυθιού και σ αυτό επικεντρώθηκε η σκέψη μου και μόνο για αυτό το μεγαλείο αξίζει τον κόπο να πει κανείς δυο λόγια.

Ο κ. Δερμεντζόγλου δεν παρέλειψε να αναφέρει την ενδιαφέρουσα λεπτομέρεια πως η ταινία αυτή ενώ δεν μπορούσε να κατηγορηθεί σαν κομμουνιστική, αντιμετωπίστηκε ωστόσο με έναν αμφίθυμο τρόπο από τους αρμόδιους του πολιτικού συστήματος για τον κινηματογράφο αλλά και από το κοινό. Και έτσι η ταινία δεν πήρε τα Όσκαρ που της άξιζαν πήρε όμως άλλα βραβεία και τελικά καταγράφηκε στις δέκα πρώτες από τις 100 καλύτερες ταινίες που γυρίστηκαν ποτέ. Δεν θεωρήθηκε μεγάλη εμπορική επιτυχία αλλά συνέχισε να παίζεται με καλές εισπρακτικές επιδόσεις μέχρι σήμερα. Γυρίστηκε σαν ασπρόμαυρη αλλά κανείς δεν ενοχλείται (ούτε καν ο συνήθως πολύ αυστηρός κ. Δεμερτζόγλου) ούτε παραξενεύεται όταν την βλέπει επιχρωματισμένη.

Το πιο ενδιαφέρον όμως κατά την γνώμη μου είναι πως ολόκληρη η ιστορία είναι μια αφήγηση, όχι από την μεριά του ανθρώπου αλλά από την μεριά του θεού, πράγμα που γίνεται ακόμα πιο ενδιαφέρον από την στιγμή που κανείς δεν το προσέχει. Δεν το αναφέρει κανείς στον σχολιασμό της ταινίας, ούτε το κοινό που την χειροκρότησε φάνηκε να παίρνει την λεπτομέρεια αυτή υπόψη του αλλά όλοι (όπως άλλωστε και ο γράφων) φαίνεται να αντιμετωπίζουν την ταινία σαν απολύτως ρεαλιστική και την ανάμειξη του θεού στις υποθέσεις των ανθρώπων σαν κάτι εντελώς φυσικό και συνηθισμένο. Κατά την γνώμη μου αυτή η λεπτομέρεια αξίζει να σχολιαστεί ιδιαίτερα, όχι γιατί υπάρχει σε μια αμερικάνικη ταινία αλλά γιατί υπάρχει στην συγκεκριμένη ταινία της συγκεκριμένης εποχής και γιατί γίνεται αποδεκτή τόσο άνετα στην σημερινή συγκυρία.

Η ταινία γυρίζεται το 1946, ο πόλεμος μόλις έχει τελειώσει (ο αδερφός του ήρωα της ταινίας παίρνει μετάλλιο ανδρείας για την συμμετοχή του στον πόλεμο) και ο κόσμος όλος βρίσκεται με κομμένη την ανάσα (από ελπίδα ή από φόβο, αδιάφορο) για το αν θα επικρατήσει ή όχι πάνω σε όλη την γη ο κομμουνισμός. Ο Ρούσβελτ έχει ήδη πεθάνει (12 Απριλίου 1945), ο Τσώρτσιλ στο Μιζούρι των ΗΠΑ έχει ήδη (τον Μάρτιο του 1946) κρούσει τον "κώδωνα του κινδύνου", μιλώντας για το "σιδηρούν παραπέτασμα". Στην Ελλάδα ο εμφύλιος εντείνεται απειλητικά για το καθεστώς, την Κίνα την έχει ο δυτικός κόσμος ήδη ξεγράψει, η πολιτική ηγεσία της κοσμοκράτειρας Αγγλίας αδυνατεί να συνεχίσει να παίζει τον ιμπεριαλιστικό της ρόλο, η φασιστική πλευρά της πολιτικής των ΗΠΑ ετοιμάζεται να πάρει την θέση της, και τον επόμενο χρόνο το 1947, εμφανίζεται το δόγμα Τρούμαν και το σχέδιο Μάρσαλ και η Επιτροπή Αντιαμερικανικών Ενεργειών του περιβόητου Μακάρθυ αρχίζει το έργο της.

Το 1946 λοιπόν, μια ταινία, σαν το It"s a Wonderful Life, που μιλάει για την μάχη ανάμεσα στο καλό και στο κακό μέσα στο πλαίσιο του οικονομικού συστήματος, θα ήταν παράξενο να μην επισύρει τις υποψίες ενός καθεστώτος που ετοιμάζεται πυρετωδώς να συνεχίσει την προσπάθεια του Ναζισμού για την φασιστική ενοποίηση του κόσμου, όταν μάλιστα την ταινία την έχει κάνει ο Κάπρα, ένας άνθρωπος που έχει ήδη γυρίσει πολλές ταινίες που αντιπαρατίθενται στον φασισμό και εξαίρουν τον ρόλο των λαών στον αντιφασιστικό πόλεμο.

Το ζήτημα όμως είναι τί κάνει η ταινία. Κάνει κριτική στον "καπιταλισμό" ή μήπως κάνει κριτική στον κακό καπιταλιστή και προβλέπει πως με την βοήθεια του θεού ο καλός καπιταλιστής θα θριαμβεύσει; Κατά την γνώμη μου κάνει το δεύτερο και οπωσδήποτε η λογική του έργου παραμένει (χωρίς όμως να δίνει και πολλή σημασία στο ζήτημα του οικονομικού συστήματος) μέσα στο πλαίσιο του καπιταλισμού. Το κάνει αυτό -- και βάζει και τον θεό στο παιχνίδι -- για να ξεγελάσει τον μακαρθισμό που εκκολάπτεται ή μήπως γιατί και ο ίδιος ο Κάπρα δεν έχει ξεκαθαρίσει την αντίληψή του για την αλλαγή που γίνεται (ή που δεν γίνεται) στο τέλος της μεγάλης πολιτικής σύγκρουσης που ήταν ο Β" Π.Π; Κατά την γνώμη μου και πάλι συμβαίνει το δεύτερο αλλά δεν νομίζω πως έχει και μεγάλη σημασία.

Αυτό που έχει μεγάλη (τεράστια) σημασία είναι πως ο Κάπρα δεν κάνει πολιτική ανάλυση αλλά την ανάλυση την αφήνει στους αναλυτές και αυτός λέει ένα παραμύθι που (όπως όλα τα παραμύθια) μιλάει για την αιώνια μάχη ανάμεσα στο καλό και στο κακό, και μάλιστα ένα παραμύθι με πρωταγωνιστή τον θεό, τον κατεξοχήν και εξ επαγγέλματος κριτή αυτής της μάχης η οποία μάχη ξεπερνάει την γνώση των ανθρώπων και ανάγεται στην πίστη.

Κατά την γνώμη μου, αυτή η ταινία έλεγε στον θεατή της "έχε πίστη πως το καλό θα νικήσει" σε μια εποχή που το παλιό καθεστώς υποσχόταν πως ο φασισμός μπορεί να λύσει τα προβλήματα της ανθρωπότητας που μέχρι τότε ο κόσμος είχε πειστεί πως μόνο ο μπολσεβικισμός μπορούσε να λύσει. Αποδείχτηκε με οδυνηρό τρόπο πως ο φασισμός δεν μπορεί να λύσει κανένα πρόβλημα, αλλά το παλιό καθεστώς πήρε "αβάντζο" άλλα 70 χρόνια μέχρι σήμερα γιατί μπορούσε ακόμα να παίξει (όχι τυχαία) το παιχνίδι της πίστης πάνω στο τερέν του παραμυθιού, που το νέο καθεστώς (επίσης όχι τυχαία) στην διάρκεια της δεκαετίας είχε εγκαταλείψει.

Το γεγονός της προβολής της ταινίας σήμερα και η αντιμετώπισή της από τους θεατές, νομίζω πως πείθουν, πως η μεν ταινία μάλλον δεν κάνει "διαχρονική κριτική στον καπιταλισμό" αλλά κάνει μια έντονη προπαγάνδα υπέρ της πίστης (όχι απαραιτήτως θρησκευτικής) στην επικράτηση του καλού και μια ακόμα πιο ένθερμη προπαγάνδα για την αξία του παραμυθιού, σαν μέσο ενίσχυσης αυτής της πίστης. Το δε κοινό νομίζω πως απέδειξε ό,τι μάλλον έχει κουραστεί από τον "ορθολογισμό" των στρατηγών της Αριστεράς και το μέτρημα της "αντικαπιταλιστικής" πενταροδεκάρας και περιμένει εναγωνίως από τους σύγχρονους καλλιτέχνες, το σύγχρονο παραμύθι που θα επαναφέρει στην κοινωνία την πίστη στην αίσια προοπτική της. Χωρίς αγγέλους αυτή την φορά.