Πολιτική | ΣΕΛΙΔΕΣ ΚΡΙΤΙΚΗΣ | hits: 1655
Από τον ευρωμεγαλοϊδεατισμό στον ευρωσκεπτικισμό: η βαριά απουσία της επαναστατικής πολιτικής
άρθρο του Κωστή Παπαϊωάννου
Τριτ, 28 Ιαν 2014

Το κείμενο που ακολουθεί ξεκίνησε με την πρόθεση να αποτελέσει μια απλή κριτική αναφορά στον λεγόμενο ευρωσκεπτικισμό. Στην πορεία της σύνταξής του επεκτάθηκε στην εξέταση της λειτουργίας του ευρωσκεπτικισμού εν όψει της παγκοσμιοποίησης και της εξουσιαστικής σύγκρουσης που ωριμάζει και αντιμετωπίζεται με εγκληματική αμέλεια από τους επιτελείς της ελληνικής οπορτουνιστικής Αριστεράς. Από την στιγμή που επεκτάθηκε αναγκάστηκα να αναφερθώ στην επαναστατική στρατηγική, σε μια έννοια που έχει κηρυχθεί αγνοούμενη στους πολιτικούς τόπους της ελληνικής Αριστεράς όπου βασιλεύει ο οπορτουνισμός. Η όλη διαδικασία κατέληξε σε ένα κείμενο εκτεταμένο και ανισοβαρές που δεν έχω το κουράγιο τώρα να ανασυντάξω. Οφείλω λοιπόν να απολογηθώ εκ των προτέρων στον αναγνώστη που θα έχει την υπομονή να το διαβάσει, για την έκτασή του και για τις αναφορές που θα μπορούσαν να λείπουν.

 

Ο σκεπτικισμός γενικά, και όχι μόνο για την Ευρώπη, από πολλά χρόνια, έχει γίνει το απαραίτητο συμπλήρωμα κάθε μικρής και μεγάλης πολιτικής κίνησης αφού ο ενθουσιασμός για κάθε πολιτική κίνηση έχει ημερομηνία λήξεως. Όλα τα θαύματα τρεις μέρες και το μεγάλο τέσσερις έλεγε μια παροιμία, αλλά στην μεταπολεμική εποχή και ακόμα χειρότερα (ή μάλλον ακόμα καλύτερα) στην μεταπολιτευτική εποχή, τα θαύματα, λήγουν πριν ακόμα αναγγελθούν. Είναι λοιπόν ο πολιτικός "σκεπτικισμός" (η αμφιβολία για το αν υπάρχουν πολιτικά θαύματα) απαραίτητο εργαλείο της εξουσίας, αλλιώς ο κόσμος θα ήταν βέβαιος πως δεν γίνονται θαύματα και νεκραναστάσεις, θα γύριζε την πλάτη στην εξουσιαστική πολιτική και θα έβαζε μπρος για την δική του πολιτική, πράγμα που απειλήθηκε ήδη, με το φαινόμενο της πλατείας.

Ο δικομματισμός δεν ήταν παρά ένας μηχανισμός εισαγωγής του σκεπτικισμού στην εξουσιαστική πολιτική. Το κόμμα που ήταν κάθε φορά στην κυβέρνηση, αργά ή γρήγορα, θα χρεοκοπούσε και το κόμμα της αντιπολίτευσης θα έπρεπε από την αρχή να μετατρέπει την αγανάκτηση των ανθρώπων της κοινωνικής βάσης, σε σκεπτικισμό, ώστε να καλλιεργεί νέες ψευδαισθήσεις και νέες ελπίδες πως μπορεί τάχα να υπάρχει κάποια λύση, μέσα στο πλαίσιο του συστήματος. Από το 2004 μέχρι το 2007 το δικομματικό παιχνίδι απαξιώθηκε, η κρίση στο πολιτικό σύστημα οξύνθηκε και η εξέγερση του Δεκέμβρη του 2008, που ακολουθήθηκε από το εκλογικό πραξικόπημα του 2009, άνοιξε μια νέα ανώτερη φάση της πολιτικής κρίσης.

Η μετά το 2008 φάση χαρακτηρίστηκε από την επίσημη είσοδο της οπορτουνιστικής Αριστεράς στο εξουσιαστικό σύστημα, στην θέση ενός φερέλπιδος διαχειριστή του κοινωνικού συστήματος. Έτσι κι αλλιώς, μετά τον πόλεμο, η Αριστερά έκανε την βρώμικη δουλειά του συστήματος. Πριν από την δικτατορία η Αριστερά (η ΕΔΑ και το ΚΚΕ) αποκοίμισε τον "ασθενή" (την κοινωνία) διευκολύνοντας τον Παπαδόπουλο να την βάλει στο γύψο. Μετά την μεταπολίτευση η ίδια Αριστερά λειτούργησε σαν σχολή εξουσιαστικών στελεχών και είχε σχεδόν αποκλειστικά την διαχείριση του εξουσιαστικού ακαδημαϊκού συστήματος. Στα πανεπιστήμια τσάκισε "από τα μέσα" το φοιτητικό κίνημα, και εξέτρεψε, προς μια εξουσιαστική λογική, τον προβληματισμό γύρω από το αντικείμενο των σπουδών στον τομέα των λεγομένων κοινωνικών επιστημών.

Η απρόσμενη "νίκη" της λυκοσυμμαχίας του ΣΥΡΙΖΑ, στην διπλή εκλογική οπερέτα Μαΐου και Ιουνίου του 2012, παγίωσε στους εκτελεστικούς σύμβουλους του συστήματος την ιδέα πως, χωρίς την επίσημη και ρητή συμμετοχή της οπορτουνιστικής Αριστεράς στην εξουσιαστική διαχείριση το κοινωνικό σύστημα είναι εντελώς αδύνατο να επιβιώσει. Το αποτέλεσμα είναι πως η συμμετοχή των επιτελών της αριστεράς στο εξουσιαστικό σύστημα παίρνει επίσημο χαρακτήρα και ο "δικομματισμός" αντικαθίσταται με μια ελαστική κατάσταση ανταγωνισμού μεταξύ ενός "μαύρου μετώπου" και ενός "κόκκινου μετώπου", η οποία κατάσταση, ελλείψει καταλληλότερου όρου, μπορεί να αποδοθεί με τον όρο "διμετωπισμός", με την έννοια ότι οι δυό αντίθετες (υποτίθεται) παρατάξεις παρουσιάζονται σαν μέτωπα.

* * *

Ο "διμετωπισμός" αποτελεί μια πρόοδο, σε σχέση με τον "δικομματισμό" στην τεχνική της εξαπάτησης της κοινωνίας, καθώς με την σύγχυση που δημιουργείται διευκολύνει την ενσωμάτωση του "ενθουσιασμού" με τον "σκεπτικισμό" σε κάθε πολιτική κίνηση, από την ίδια την στιγμή που ξεκινάει η κίνηση. Στον ΣΥΡΙΖΑ που είναι το πρότυπο πειραματικό πεδίο αυτής της ενσωμάτωσης, την ίδια στιγμή που ο Τσίπρας θεωρεί το εαυτό του αυριανό πρωθυπουργό, ο Λαφαζάνης θεωρεί την "αριστερή διακυβέρνηση" προβληματική παραμένοντας όμως ο επίσημος εκπρόσωπος της λυκοσυμμαχίας. Το φαινόμενο είναι πρωτοφανές αλλά στον κόσμο φαίνεται φυσικό, αφού οι άνθρωποι αντιλαμβάνονται πως από την μια μεριά η λύση των πολιτικών προβλημάτων είναι, σήμερα πια, απλούστατη και από την άλλη μεριά αντιλαμβάνονται ότι κανείς δεν έχει διάθεση να λύσει το οποιοδήποτε πρόβλημα, εκτός από το πρόβλημα της προσωπικής του ανόδου στην κλίμακα της εξουσίας.

Στην περίπτωση της λεγόμενης Αριστεράς, ο κόσμος βλέπει πως ο Τσίπρας, για παράδειγμα, δεν είναι ούτε λιγότερο έξυπνος, ούτε περισσότερο εγωπαθής, ούτε περισσότερο υποκριτής, ούτε περισσότερο μαριονέτα, από αυτούς που κυβερνούν τα τελευταία χρόνια, και επομένως γιατί να μην κυβερνήσει, αλλά από την άλλη μεριά, όσο και να μη θέλει να το πιστέψει, αντιλαμβάνεται κατά βάθος πως κανένα από τα συνονθυλεύματα της λεγόμενης Αριστεράς, δεν έχει καμιά σχέση με την Αριστερά. Ο σκεπτικισμός επομένως διατηρεί στην κατάψυξη την ελπίδα πως, δεν μπορεί, κάποιοι μέσα σ' αυτές τις λυκοσυμμαχίες των επιτελείων είναι καλοί αριστεροί και καλά παιδιά και μπορεί να καταφέρουν να φτιάξουν τα πράγματα.

Εν παρενθέσει πρέπει να πω πως αυτό το συγκεκριμένο καινούριο πολιτικό φαινόμενο της συγχώνευσης της ανόδου με την κάθοδο, της ακμής με την παρακμή και τελικά του ενθουσιασμού με τον σκεπτικισμό, αντιστοιχεί απολύτως και τραγικά με την μορφή που έχει πάρει το παιχνίδι της οικονομίας καζίνο. Οι "παίκτες" του χρηματιστηρίου, αντί να προσπαθούν να κερδίσουν πηδώντας εγκαίρως από τις μετοχές που κατεβαίνουν στις μετοχές που ανεβαίνουν, συγχώνευσαν, στα χαρτοφυλάκιά τους, την αντίφαση της ανόδου και της πτώσης και συσσωρεύουν κέρδη πετυχαίνοντας (όταν βέβαια πετυχαίνουν) το κατά βούληση φούσκωμα και ξεφούσκωμα των μετοχών που τους συμφέρει.

Το παράδειγμα της Χαλκιδικής στην οποία το άθλιο παιχνίδι με τον οικονομικό και πολιτικό "χρυσό" συνεχίζεται, είναι πρόσφατο και πολύ χαρακτηριστικό, και η αντιστοιχία, σ' αυτό το παιχνίδι, της συγχώνευσης της ανόδου με την πτώση και του ενθουσιασμού με τον σκεπτικισμό, στην πολιτική και στην οικονομία, σ' αυτό το παράδειγμα είναι επίσης χαρακτηριστική.

Για να κλείσω την παρένθεση, τελικά, από κανένα αξιοπρεπές "χαρτοφυλάκιο" του πολιτικού χρηματιστηρίου δεν μπορεί να λείπει ένα τμήμα ειδικευμένο στον ενθουσιασμό και ένα τμήμα ειδικευμένο στον σκεπτικισμό. Μετά από την βίαια διάλυση των "συνιστωσών" ο ΣΥΡΙΖΑ δεν είναι τίποτα άλλο από ένα πολιτικό χαρτοφυλάκιο στο οποίο ενσωματώνονται όλες οι αντιφάσεις που έχει αναδείξει η πολιτική κρίση. Ευελπιστούν οι "ηγέτες" του πως θα κερδίζουν προσποιούμενοι πως υιοθετούν την αγανάκτηση του κόσμου της βάσης, για να κερδίσουν αμέσως μετά πουλώντας στους "σπόνσορες" την ανάσχεση και την άμβλυνση της αγανάκτησης.

* * *

Το πεδίο της πολιτικής αντίφασης που συνοδεύει την παγκοσμιοποίηση, είναι τα τελευταία χρόνια η Ευρώπη. Η ευρωπαϊκή Ένωση, αποτελεί την πρώτη και μόνη προσπάθεια επανένωσης κοινωνιών, στο εξουσιαστικό επίπεδο μιας παγκόσμιας αυτοκρατορίας, μετά από την διάλυση, όλων των υπαρκτών συνενώσεων, μετά από την διάλυση που ακολούθησε την "πτώση" του τείχους. Συνένωση όμως σε εξουσιαστικό επίπεδο δεν σημαίνει παρά υποταγή των ηγεμονίσκων των διαφόρων κοινωνιών σε μια κεντρική αυτοκρατορική ηγεμονία.

Η Ευρωπαϊκή Ενοποίηση, με νομισματικούς όρους, με όρους ευρωζώνης, ήταν μέχρι πρότινος το απατηλό όνειρο όλων των κατά φαντασίαν "ηγετών" του ευρωπαϊκού εξουσιαστικού συστήματος, όλων αυτών των κακέκτυπων των επιτελών του φασισμού και του οπορτουνισμού του περασμένου αιώνα. Η συνένωση όμως των ευρωπαϊκών κοινωνιών με όρους εξουσιαστικού συστήματος είναι παντελώς αδύνατη, αφού το ίδιο το εξουσιαστικό σύστημα γκρεμίζεται μέσα από την όξυνση των ανταγωνισμών και αφού το γκρέμισμα του συστήματος με την σειρά του οξύνει τους ανταγωνισμούς. Αυτός είναι ο φαύλος κύκλος της κρίσης που θα καταλήξει στην διάλυση του εξουσιαστικού συστήματος σε παγκόσμιο επίπεδο.

Από την άλλη μεριά, η συνένωση των κοινωνιών στο επίπεδο της κοινωνικής βάσης, η "εξάρτηση" της μιας κοινωνίας από την άλλη, με την έννοια της στήριξης της μιας κοινωνίας πάνω στην άλλη, είναι μια κατάσταση που, αν και κακήν κακώς, ενισχύθηκε από τις ίδιες τις ρυθμίσεις του εξουσιαστικού συστήματος και τώρα πια δεν αναστρέφεται. Και αφού τώρα πια η συνένωση δεν μπορεί να αποφευχθεί όπως πρώτα δεν μπορούσε να αποφευχθεί η διάλυση, οι επίδοξοι "αυτοκράτορες" της Ευρώπης είναι υποχρεωμένοι να ονειρεύονται την "ιδέα" μιας "Μεγάλης Ευρώπης" κάτω από το σκήπτρο τους και είναι επίσης υποχρεωμένοι να προσπαθούν να πραγματοποιήσουν την "Μεγάλη Ιδέα" της "Ευρώπης" που βλέπουν στον ύπνο τους.

Ο "ευρωσκεπτικισμός", στην ουσία του, γεννήθηκε μαζί με το "ευρωθαύμα" και μαζί με αυτό ενηλικιώθηκε: μέχρι που σήμερα, οπότε πια η κρίση τείνει να πετάξει στα σκουπίδια και τα "θαύματα" και τους "θαυματοποιούς", απέκτησε όνομα, ώστε μπορεί να πουλιέται στην λιανική σαν πολιτικό ναρκωτικό. Αναπτύσσεται έτσι, πράγματι, μια "αξιοπρεπής" franchised πολιτική αλυσίδα, με ευρωπαϊκές εμπορικές ακαδημαϊκές προδιαγραφές, που αν και διευθύνεται από τον φασιστικό εθνικισμό των πρώην "μεγάλων" ιμπεριαλιστικών ευρωπαϊκών κρατών, τείνει να χρησιμοποιεί σχεδόν κατ' αποκλειστικότητα τον πολιτικό και ακαδημαϊκό εξοπλισμό και το design του μακαρίτη του ευρωπορτουνισμού (κυρίως του γαλλικού και του ιταλικού) που εμφανιζόταν κάποτε σαν "ευρωκομουνισμός".

Βλέπουμε σήμερα το πακέτο της Ευρωπαϊκής Ένωσης να συμπληρώνεται με την τελευταία λέξη των "προϊόντων" του πολιτικού χρηματιστηρίου, που είναι η συγχώνευση του "ευρωενθουσιασμού" με τον "ευρωσκεπτικισμό" και της "ευρωαισιοδοξίας" με την "ευρωαπελπισία".

Δεν θέλω να επεκταθώ περισσότερο σ' αυτό το ζήτημα, πρέπει όμως να πω ότι ο "ευρωσκεπτικισμός" όσο γελοία και κάλπικη και αν είναι, σαν πολιτική ιδέα, έχει την βάση του στο γεγονός της τετελεσμένης κατάρρευσης του εξουσιαστικού συστήματος. Ο "ευρωσκεπτικισμός" αποτελεί το προπέτασμα καπνού που επιδιώκεται να κρύψει το γεγονός της κατάρρευσης. Η γελοιότητα του "ευρωσκεπτικισμού" έγκειται στο γεγονός πως πάνω σ' αυτή την πραγματική βάση σερβίρεται από αυθεντίες της πολιτικής απατής, τύπου Ρινάλντι, η ιδέα ενός "ευρωπαϊκού ξέφωτου" μέσα στο οποίο θα γίνει πραγματικότητα το "ελληνικό ξέφωτο". Με λίγα λόγια ο "ευρωσκεπτικισμός" δεν στρέφεται ενάντια στο εξουσιαστικό σύστημα και ενάντια στην προσπάθεια να υποταχθούν οι κοινωνίες τις Ευρώπης κάτω από μια ενιαία εξουσιαστική ηγεμονία (καμιά σχέση με την κατά Γκράμσι ιδεολογικοπολιτική ηγεμονία που πιπιλάνε σαν καραμέλα οι αυθεντίες του οπορτουνισμού), αλλά στρέφεται αποκλειστικά και μόνο ενάντια στην προσπάθεια να υποταχθούν οι ευρωπαϊκές κοινωνίες κάτω από ένα καθεστώς γερμανικής κατοχής.

Πώς θα εξελιχθεί η πραγματική πολιτική και η πραγματική οικονομία μέσα σ' αυτό το καθεστώς της πολιτικής και οικονομικής φούσκας; Αυτό είναι ένα ζήτημα που πρέπει να το σκεφτούμε πολύ σοβαρά. Πάντως όμως, από αυτή την άποψη, η υιοθέτηση μιας "ευρωσκεπτικιστικής" στάσης από τους ανθρώπους της κοινωνικής βάσης είναι άκρως επικίνδυνη. Ας γυρίσουμε λοιπόν στο παράδειγμα του συριζαϊκού "ευρωσκεπτικισμού".

* * *

Ο ΣΥΡΙΖΑ τείνει να γίνει το παγκόσμιο παράδειγμα, πολιτικού σχηματισμού που παρουσιάζεται σαν "αριστερός" και διεκδικεί την φασιστική "διακυβέρνηση" την μόνη διακυβέρνηση που μπορεί να υπηρετήσει πλέον το εξουσιαστικό σύστημα. Και αυτό δεν είναι καθόλου τυχαίο, με δεδομένο το γεγονός πως ο ΣΥΡΙΖΑ γεννήθηκε και υπέστη όλες τις ηλικιακές μεταμορφώσεις ισορροπώντας πάνω στο τεντωμένο σκοινί όλων των πολιτικών αντιφάσεων: μεταξύ αντικομουνισμού και κομμουνισμού, μεταξύ φασισμού και οπορτουνισμού, μεταξύ σκανδαλοποιίας και σκανδαλοθηρίας, μεταξύ εξουσίας και αντιεξουσίας. Και από την στιγμή που "δικαιώθηκε", με μια "απρόσμενη" εκλογική επιτυχία, προσγειώθηκε επιτέλους στο σταθερό έδαφος της συγχώνευσης του "ενθουσιασμού" με τον "σκεπτικισμό", και μπορεί να σεμνύνεται πως είναι η πρώτη πολιτική επιχείρηση στον κόσμο που συγκροτήθηκε με βάση αυτή την συγχώνευση.

Από την άλλη μεριά στις σημερινές συνθήκες κανένα εκλογικό αποτέλεσμα δεν μπορεί να εξασφαλίσει την θέση αυτού του πολιτικού τέρατος στην κυβέρνηση (αλλά ούτε και στην αντιπολίτευση) αν δεν έχει την έγκριση μιας από τις δυνάμεις που ανταγωνίζονται για την εξουσία στην σφαίρα της παγκόσμιας αυτοκρατορίας. Από την στιγμή λοιπόν που ο ΣΥΡΙΖΑ, κατάφερε να παρουσιαστεί σαν δύναμη που μπορεί να ελέγξει ένα σοβαρό κομμάτι της ελληνικής κοινωνίας, απέκτησε και το πρόβλημα της εξεύρεσης της "μεγάλης δύναμης" που θα υποστηρίξει την υποψηφιότητά του στην διακυβέρνηση της ελληνικής αυτοκρατορικής επαρχίας. Η δυσκολία είναι πως θα πρέπει να βρεθεί κάποιος παίκτης του αυτοκρατορικού παιχνιδιού που θα ποντάρει στον ΣΥΡΙΖΑ, υποσχόμενος όμως και ένα (έστω και ελάχιστο) μικρό άνοιγμα των ταμείων προς την ελληνική κοινωνία ώστε να δικαιολογηθεί η βλακώδης θεωρία του "ξέφωτου" πάνω στην οποία οι επιτελείς του ΣΥΡΙΖΑ, έχουν στηρίξει την προπαγάνδα τους.

Είναι αλήθεια ότι με τον σημερινό εξοντωτικό ανταγωνισμό η γκάμα των δυνάμεων που θα μπορούσαν να "βολιδοσκοπηθούν" από τους ποικίλους επιτελείς του ΣΥΡΙΖΑ, για μια θέση "σπόνσορα", είναι μεγάλη αν σκεφτεί κανείς τα διάφορα επίπεδα ανταγωνισμού στην εξέλιξη της παγκοσμιοποίησης. Ο "διμετωπισμός", για τον οποίο ήδη μίλησα, μπορεί να είναι "πρότυπο" της ελληνικής πολιτικής σκηνής αλλά υπάρχει εν εξελίξει σε όλες τις πολιτικές σκηνές του κόσμου καθώς και στην παγκόσμια πολιτική σκηνή. Εξυπακούεται λοιπόν πως το "κόκκινο μέτωπο", υπάρχει και στην πολιτική σκηνή της Γερμανίας, και στις πολιτικές σκηνές όλων των άλλων χωρών της Ευρώπης, και στην πολιτική σκηνή της Ευρώπης, και σ' αυτήν του δυτικού τμήματος της παγκόσμιας αυτοκρατορίας, και σ' αυτήν της παγκόσμιας αυτοκρατορίας.

Με δεδομένη την στροφή προς τα "αριστερά", οι δυνάμεις που θα ήθελαν μια "κόκκινη" διακυβέρνηση για την ελληνική κοινωνία είναι σήμερα πολύ περισσότερες από τις δυνάμεις οι οποίες, στην σύγκρουση της δεκαετίας του 1940, ήθελαν την ελληνική κοινωνία στο στρατόπεδό τους ή έστω ουδέτερη. Το πρόβλημα των κοκκινομετωπικών δυνάμεων είναι πως οι επιτελείς τους όπως και οι επιτελείς του ΣΥΡΙΖΑ, έχουν και οι ίδιοι πιστέψει την αερολογία τους. Δεν μπορούν να καταλάβουν πως η κρίση είναι πραγματική κρίση και πως σε ένα δάσος που καίγεται δεν υπάρχουν "ξέφωτα". Με άλλα λόγια καμιά από τις δυνάμεις που θα θέλανε τον ΣΥΡΙΖΑ στην διαχείριση της ελληνικής αυτοκρατορικής επαρχίας δεν μπορεί να αλλάξει την πολιτική που επιβάλει η κρίση και τελικά ο "ευρωσκεπτικισμός" είναι γι αυτούς παρηγοριά στον άρρωστο ώσπου να βγει η ψυχή του.

* * *

Με τούτα και με κείνα ο ΣΥΡΙΖΑ, από τον "έξυπνο αντιευρωπαϊσμό" που δήθεν έκρυβε έναν "έξυπνο ευρωπαϊσμό" ή και το αντίστροφο, καταλήγει αναγκαστικά στον "ευρωσκεπτικισμό" που δήθεν αντιπαρατίθεται στον "ευρωενθουσιασμό" ή και το αντίστροφο. Και βεβαίως αυτό το καινούριο ταχυδακτυλουργικό κόλπο, δεν θα μπορούσε να το αναλάβει άλλος από τον "μάγο της ταχτικής" τον σεσημασμένο Ρούντι Ρινάλντι. Ήδη, πριν από τρείς μήνες, (24 Οκτώβριου 2013) ο σεσημασμένος είχε "εξηγήσει" με άρθρο του στον ιδιόκτητο πλέον «Δρόμο (εκπόρνευσης) της Αριστεράς» πως ο "ευρωσκεπτικισμός" «[δεν είναι] εξ ορισμού δεξιά και συντηρητική στάση», δίνοντας έτσι το εναρκτήριο λάκτισμα στο νέο, "σκεπτικιστικό" αυτή την φορά, πολιτικό παίγνιο.

Καθώς πλησιάζουν οι ευρωεκλογές και φουντώνουν οι καβγάδες για την θέση του ΣΥΡΙΖΑ στο ευρωκοινοβούλιο, αλλά και για τις θέσεις των "αυθεντιών" του ΣΥΡΙΖΑ, στο ευρωκοινοβούλιο (καβγάδες που συναρτώνται και με τις θέσεις των "αυθεντιών" της λυκοσυμμαχίας στις εκλογές της αυτοδιοίκησης) το ζήτημα του "ευρωσκεπτικισμού" γίνεται πρώτο θέμα στην ελληνική πολιτική συζήτηση. Προφανώς ο "ευρωσκεπτικισμός" τείνει να γίνει η σημαία του εσωτερικού "κόκκινου μετώπου" στο πλαίσιο του '"κόκκινου μετώπου" που είναι ο ίδιος ο ΣΥΡΙΖΑ. Και έπεται βέβαια η συνέχεια, στην οποία θα δούμε ποιος από τους Λαφαζάνη και Ρινάλντι, θα ηγηθεί του "κόκκινου μετώπου" στο εσωτερικό του "κόκκινου μετώπου" που αποτελούν (αδρά) μαζί αλλά ανταγωνιζόμενοι ο Λαφαζάνης και ο Ρινάλντι στο εσωτερικό του ΣΥΡΙΖΑ.

Σε παρένθεση πρέπει να πω πως μπορεί οι προσωπικές αναφορές, όπως οι παραπάνω, να φαίνονται σαν "πολιτικό κουτσομπολιό" αλλά, κατά την γνώμη μου, από την στιγμή που η κοινωνία έχει περάσει σε ένα στάδιο πολιτιστικών αντιθέσεων, δεν είναι δυνατόν να υπάρξει κριτική των πολιτικών κινήσεων χωρίς να εξετάζονται τα προσωπικά κίνητρα, ακόμα και η προσωπική ψυχολογία των ανθρώπων που εμπλέκονται στις κινήσεις που εξετάζουμε.

Καθόλου τυχαία λοιπόν ο "ευρωσκεπτικισμός" ήταν το "Θέμα της Εβδομάδας" (που αλλού;) στον πρωτοπόρο πάντα, "Δρόμο της Αριστεράς" του Σαββάτου 11/01/2014 και το θέμα καλύφθηκε αυτή την φορά από ένα άρθρο του Γιώργου Παπαϊωάννου (Γ.Π.) με τίτλο "Ευρωσκεπτικιστές με αιτία ...".

Το άρθρο αναφέρεται στον φόβο που, όπως λέει ο συντάκτης του, εν όψει των ευρωεκλογών, απλώνεται στα ανώτατα επιτελεία της Ε.Ε., καθώς το «φάντασμα του Ευρωσκεπτικισμού απλώνεται πάνω από την Γηραιά Ήπειρο» -- παραπέμποντας σαφώς στο κομμουνιστικό μανιφέστο, ίσως για να πείσει τους αναγνώστες του και να πεισθεί και ο ίδιος πως οι Μαρξ και Ένγκελς ήταν πρωτοπόροι του "ευρωσκεπτικισμού".

Πριν αναφερθώ περαιτέρω στο περιεχόμενο του συγκεκριμένου άρθρου θα πρέπει να πω πως τα γραφτά του Γ.Π. είναι κατά κανόνα σαφή, λιτά και κυρίως εύστοχα, τελειώνουν όμως πάντα με έναν τρόπο που προδίδει την αμηχανία του για το "δια ταύτα". Αμηχανία που είναι αναμενόμενη, από ένα κορυφαίο στέλεχος της ΚΟΕ που από την μεριά δεν φαίνεται να θέλει να εγκαταλείψει την μαρξιστική-λενινιστική πολιτική του καταγωγή αλλά από την άλλη είναι υποχρεωμένος εκ των πραγμάτων (και μάλιστα με διαταγή της συριζαϊκής προεδρίας) να προσαρμόσει την πολιτική του έκφραση στο πλαίσιο της διευρυμένης και ομογενοποιημένης λυκοσυμμαχίας του ΣΥΡΙΖΑ. Στο συγκεκριμένο άρθρο όμως, ακόμα χειρότερα (και από μια άλλη άποψη ακόμα καλλίτερα) το συμπέρασμα όχι μόνο δείχνει αμηχανία αλλά ουσιαστικά είναι ανύπαρκτο.

Την εκτίμησή του πως οι επιτελείς της Ευρώπης έχουν "τρομάξει" από το "φάντασμα" του "ευρωσκεπτικισμού", ο Γιώργος Παπαϊωάννου, την αντλεί αξιολογώντας τα στοιχεία από μια δημοσκοπική έρευνα, που δείχνει πως όλο και περισσότεροι άνθρωποι στην Ευρώπη, και μάλιστα νέοι, δεν δίνουν καμιά αξία στην Ευρωπαϊκή Ένωση, πράγμα που δικαιολογημένα, κατά τον Γ.Π., διογκώνει τους φόβους των ευρωπαίων επιτελών για το «τί εξελίξεις θα τροφοδοτηθούν σε πολιτικό και κοινωνικό επίπεδο» μέσα από τις ευρωεκλογές και «πόσο ακόμα θα βαθύνει η απονομιμοποίηση των ευρωπαϊκών ηγεσιών σε μια κρίσιμη περίοδο». Και αν διαβάζω σωστά το άρθρο, η κρισιμότητα που χαρακτηρίζει την περίοδο δεν είναι άλλη από την επιμονή της Γερμανίας στην γερμανοποίηση της Ευρώπης και στις «πολιτικές λιτότητας και απομύζησης του ευρωπαϊκού Νότου» που συνεχίζονται.

Το άρθρο όμως καταλήγει λέγοντας πως «τα στοιχεία των ερευνών είναι άκρως αποκαλυπτικά, αλλά δεν αρκούν», χωρίς να λέει για πιο πράγμα δεν αρκούν, και προχωράει λέγοντας πως «η οικοδόμηση μιας γερμανικής Ευρώπης θα πυροδοτεί τον ευρωσκεπτικισμό αλλά αυτός δεν αρκεί όσο δεν προβάλλεται ένα άλλο σχέδιο» χωρίς να λέει ούτε για ποιο πράγμα δεν αρκεί ο "ευρωσκεπτικισμός", ούτε ποιο πράγμα θα προέβλεπε, αυτό το σχέδιο που δεν υπάρχει, ούτε -- και κυρίως -- ποιος είναι αρμόδιος για το σχέδιο αυτό, ούτε, τέλος, ποιος θα είχε την διάθεση να το εφαρμόσει.

Με άλλα λόγια ο Γ.Π. υιοθετεί με μια περίεργη ευκολία, έναν όρο: τον "ευρωσκεπτικισμό", ο οποίος, ανεξαρτήτως του αν εφευρέθηκε από κάποιες αυθεντίες του φασισμού ή του οπορτουνισμού, έχει προφανώς εφευρεθεί για να αποκρύψει την εξ αντικειμένου τετελεσμένη κατάρρευση της Ευρωπαϊκής Ένωσης.

Μπορεί οι "ευρωπαίοι πολίτες" (οι πρώτοι στην ιστορία "πολίτες" χωρίς "πολιτεία" !!!) να εκφράζουν απλώς την αμφιβολία τους για την τύχη της "Ευρώπης" αλλά από την στιγμή που ο Γ.Π. γράφει ένα πολιτικό άρθρο, σε μια πολιτική εφημερίδα, είναι υποχρεωμένος να αποπειραθεί μια εξήγηση, του γεγονότος πως οι άνθρωποι της Ευρώπης έχουν "απλώς αμφιβολία" (!) για την καλή υγεία του πτώματος της Εξουσιαστικής Ευρώπης, επειδή τα μάγουλά του είναι κάπως χλωμά.

Όπως και να έχει το πράγμα, ο Γιώργος Παπαϊωάννου υποστηρίζει πως ο "ευρωσκεπτικισμός", που διαπιστώνεται, δεν μπορεί από μόνος του να αλλάξει την κατάσταση στην Ευρώπη, εφόσον δεν «προβάλλεται ένα άλλο σχέδιο». Και πέρα από το συντακτικό, και το λογικό κενό, μας αφήνει στο βαθύ σκοτάδι και ως προς το αν εννοεί πως το "άλλο σχέδιο" υπάρχει σε κάποια κωλότσεπη αλλά για κάποιο λόγο δεν ανασύρεται ή αν εννοεί πως θα "πρέπει" κάποιος να το εφεύρει, να το περάσει για έγκριση από κάποιο κόμμα, και τέλος να βρεθεί κάποιος που θα δεχθεί να το πλασάρει, αν και εφόσον καταφέρει να βρει τα μέσα της προβολής του. Μας λέει όμως κάτι το προφανές: πως το σχέδιο «δεν μπορεί να εξαντλείται σε συνθήματα αλλά θα πρέπει να βασίζεται στην ανάγνωση των σημερινών συσχετισμών και τάσεων».

Κανονικά το άρθρο του Γ.Π. θα μπορούσε να τελειώσει εδώ. Αν συμπληρωνόταν στοιχειωδώς με τα αναγκαία υποκείμενα και τα αντικείμενα, ώστε να "προσγειωθεί" έστω και εικονικά στην βραχώδη πραγματικότητα της εποχής, θα ήταν ένα ωραίο άρθρο, χωρίς μεν πραγματικό συμπέρασμα αλλά που θα μπορούσε να προκαλέσει μια συζήτηση περί του τί επιδιώκεται στις ευρωεκλογές, ποιος το επιδιώκει, πώς και γιατί το επιδιώκει. Μια συζήτηση που δεν θα μπορούσε βέβαια να καταλήξει σε πραγματικό σχέδιο, δηλαδή σε σχέδιο για συγκεκριμένη πολιτική πράξη, θα μπορούσε όμως, τουλάχιστον, να κινητοποιήσει ένα συγκεκριμένο προβληματισμό προς αυτή την κατεύθυνση.

Βεβαίως, είναι όνειρο θερινής νυκτός πως θα μπορούσε να αναμένεται μια εποικοδομητική συζήτηση, στο πλαίσιο της Αριστεράς των επιτελείων, που όχι μόνο κυριαρχείται από τον οπορτουνισμό αλλά λόγω αυτής της κυριαρχίας έχει απολιθωθεί σε αναχρονιστικά οργανωτικά νοητικά σχήματα, που έτσι κι αλλιώς (και χωρίς την παρουσία του οπορτουνισμού) δεν επιτρέπουν την συζήτηση. (Σχήματα όμως που επίσης όσο απολιθωμένα κι αν είναι μπορούν ανά πάσαν στιγμή να διαλυθούν.) Από εδώ και η αμηχανία του Γιώργου Παπαϊωάννου, ο οποίος υποχρεώθηκε να μιλάει μέσα από τον ΣΥΡΙΖΑ σαν "απλός πολίτης", και γι αυτό, τελικά, ως προς το σχέδιο που λείπει, παραπέμπει για "βοήθεια" σε έναν Γάλλο ακαδημαϊκό, σχεδιαστή πολιτικής μόδας και καθηγητή "Μελετών Μεθόδων Εκβιομηχάνισης", λέγοντας: «Βοηθητικό, από αυτή την άποψη, είναι το άρθρο του Ζακ Σαπίρ που παρουσιάζει ο Δρόμος και μπορείτε να διαβάσετε πιο κάτω».

* * *

Το άρθρο, που διαβάζουμε πιο κάτω, έχει τίτλο "Η κυρία Μέρκελ και τα «συμβόλαιά» της" και το υπογράφει ο κύριος Ζακ Σαπίρ, ο οποίος υποστηρίζει πως η Μέρκελ, αντιλαμβάνεται ότι "ομοσπονδιακή Ευρώπη" είναι εντελώς αδύνατο να υπάρξει και προτείνει να συνάψουν οι χώρες της Ευρώπης ξεχωριστά "συμβόλαια" με την Γερμανία. Τα συμβόλαια, λέει ο Σαπίρ, θα συνάπτονται μέσα στο νομικό πλαίσιο της Γερμανίας και ουσιαστικά θα αποτελούν συμβόλαια υποταγής σ' αυτήν των ξεχωριστών χωρών που θα τα υπογράψουν. Και καταλήγει, ο γάλλος ακαδημαϊκός, πως οι δηλώσεις της κυρίας Μέρκελ είναι ανήκουστες και πως για «πρώτη φορά μετά το 1945, (δηλαδή μετά την αυτοκτονία του Χίτλερ) ένας Γερμανός ηγέτης εκθέτει τόσο ξεδιάντροπα το σχέδιο κυριάρχησης της Ευρώπης από την Γερμανία».

Αντίθετα από το άρθρο του Γιώργου Παπαϊωάννου, που απλώς αναφέρεται στον "ευρωσκεπτικισμό", το άρθρο του κυρίου Σαπίρ καταλήγει σε συγκεκριμένα συμπεράσματα που πηγάζουν από τον σκεπτικισμό του: Λέει πως η γερμανική πλευρά ούτε καν διανοείται την ομοσπονδιακή Ευρώπη, εκτός αν εξασφαλίσει την απόλυτη κυριαρχία της σ' αυτήν, και αυτό σημαίνει πως η Γερμανία «είναι εκ των πραγμάτων έτοιμη να αποχαιρετήσει το ευρώ». Επομένως, κατά τον Σαπίρ, η Μέρκελ, προβάλλοντας τον "κίνδυνο" της διάλυσης της ευρωζώνης, απλώς μπλοφάρει προκειμένου να αναγκάσει τις ευρωπαϊκές χώρες να αποδεχτούν τους (διμερείς) Γερμανικούς όρους.

Μετά από αυτή την πραγματικά εμπεριστατωμένη ανάλυση το συμπέρασμα-πρόταση του Σαπίρ έρχεται εντελώς φυσικά: η κυρία Μέρκελ μπλοφάρει απειλώντας πως θα αφήσει την ευρωζώνη να διαλυθεί, αλλά "εμείς" «πρέπει να πάρουμε τα λόγια της κατά γράμμα και να της προτείνουμε το συντομότερο δυνατό την διάλυση της ευρωζώνης». Και πριν καταλήξει σ' αυτή την πρόταση, έχει ήδη εξηγήσει πως δεν μπορούμε να τρίξουμε τα δόντια στην κυρία Μέρκελ και «να της πούμε ότι, για το δικό της ευρώ, δεν θέλουμε να ξανακούσουμε λέξη!» αν δεν αλλάξουμε κυβέρνηση, καταλήγοντας ουσιαστικά σε μια πολιτική πρόταση που είναι πως «μας χρειάζεται άλλη κυβέρνηση, άλλος πρωθυπουργός από αυτούς που διαθέτουμε».

* * *

Δεν ξέρω σε τι νομίζει ο Γιώργος Παπαϊωάννου πως είναι βοηθητικό το άρθρο του κυρίου Σαπίρ αλλά εγώ το βρήκα εξαιρετικά βοηθητικό γιατί δείχνει πολύ καθαρά πως ο "φιλελληνισμός" του Σαπίρ και γενικά των ευρωπαίων που ανταγωνίζονται την Γερμανία, είναι ο "φιλελληνισμός" που εξυπηρετεί τον εξουσιαστικό ανταγωνισμό τους με την Γερμανία. Το "εμείς" του κυρίου Σαπίρ είναι "εμείς οι γάλλοι" και όταν λέει πως πρέπει "να προτείνουμε" την διάλυση της ευρωζώνης, είναι γιατί ελπίζει ότι "εμείς οι γάλλοι" μόνο σε μια Ευρώπη ανεξαρτήτων κρατών θα μπορούσαμε να κυριαρχήσουμε, ώστε να ξαναγυρίσουμε, στα "μεγαλεία" της Γαλλικής Αυτοκρατορίας, από τα οποία έχουμε ξεπέσει.

Η οικονομική λογική, άλλωστε, με βάση την οποία αναλύει ο κύριος Σαπίρ το πρόβλημα που πραγματεύεται δεν βγαίνει καθόλου από το πλαίσιο του συστήματος ανταγωνισμού και κυριαρχίας μέσα στο οποίο είναι ακαδημαϊκός, παρόλο που όποιος δεν είναι ακαδημαϊκός μπορεί να καταλάβει πως το εξουσιαστικό σύστημα βρίσκεται σε βαθύτατη κρίση και ουσιαστικά δεν λειτουργεί λόγω ακριβώς των εξουσιαστικών σχέσεων που προϋποθέτει. Με άλλα λόγια ο κύριος Σαπίρ ψάχνει, κι αυτός, σαν τον Ρινάλντι, για ένα "ξέφωτο", για μια "διέξοδο" από την κρίση. Μια "διέξοδο", που θα θίξει βεβαίως την κυριαρχία της Γερμανικής εξουσίας αλλά προφανώς δεν θα θίξει καθόλου -- αντίθετα ελπίζει πως θα ξελασπώσει -- την ίδια την έννοια της οικονομικής εξουσίας και επομένως θα οξύνει τον παγκόσμιο ανταγωνισμό και θα σπρώξει ακόμα πιο βίαια προς την παγκόσμια σύγκρουση στην οποία αυτός έτσι κι αλλιώς οδηγεί.

Τέλος οι πολιτειακές παρατηρήσεις του κυρίου Σαπίρ περιορίζονται στην απόρριψη της "φεντεραλιστικής προοπτικής" της Ευρώπης, την οποία άλλωστε κανείς δεν θέλει, αλλά δεν αντιμετωπίζουν, αυτές οι παρατηρήσεις, το ουσιαστικό πρόβλημα της εκ των πραγμάτων συνένωσης των ευρωπαϊκών κοινωνιών μέσα στο πλαίσιο της συνένωσης των κοινωνιών όλου του πλανήτη, της συνένωσης που ούτε να σταματήσει μπορεί, ούτε να "ρυθμιστεί" με πολιτειακές ρυθμίσεις εκ μέρους των αυθεντιών του ακαδημαϊκού και πολιτικού εξουσιαστικού συστήματος, της γαλλικής ή όποιας άλλης πρώην αποικιοκρατικής και πρώην ιμπεριαλιστικής χώρας.

Και φυσικά ο κύριος Σαπίρ δεν έχει καμιά διάθεση να σκεφτεί πως το μόνο που μπορεί σήμερα να ρυθμιστεί, από μια πολιτική που θα παίρνει υπόψη της την κοινωνία όχι σαν αποδέκτη-θύμα της εξουσιαστικής πολιτικής αλλά σαν υποκείμενο της πολιτικής, είναι η ποσότητα του αίματος και της καταστροφής που θα ξοδευτεί στην διάρκεια της αναπόφευκτης σύγκρουσης, στην οποία, προς το παρόν, σέρνονται με το πιστόλι στον σβέρκο οι κοινωνίες όλου του κόσμου.

Αυτή την ρύθμιση -- την μόνη ρύθμιση που μπορεί να γίνει αλλά που δεν παύει να είναι και η μόνη αποτελεσματική και σωτήρια ρύθμιση -- μπορεί να την κάνει, βεβαίως με μεγάλο κόπο και επιμονή, μια πολιτική που μόνο η ίδια η κοινωνία, μόνη της, με τους δικούς της πρωτότυπους μηχανισμούς, χωρίς την διαμεσολάβηση των πολιτικών μηχανισμών του οπορτουνισμού και του φασισμού, μπορεί να οργανωθεί για να την ασκήσει.

* * *

Με την αφορμή της παραπομπής από τον Γιώργο Παπαϊωάννου στον Ζακ Σαπίρ, έριξα μια ματιά στα άρθρα του γάλλου ακαδημαϊκού, που έχουν κυκλοφορήσει στην ελληνική πολιτική πιάτσα. Είναι προφανές πως ο κύριος Σαπίρ έχει θέσει υποψηφιότητα για γκουρού των ελλήνων "αντιμνημονιακών" που βάζουν και λίγο αντιενωσιακό πιπέρι στην ευρωπαϊκή τους πολιτική. Τον βάζουν άλλωστε στο "σαλόνι" τους και οι πρώην σύμμαχοι των επιτελών της ΚΟΕ του πρώην Μετώπου Αλληλεγγύης και Ανατροπής, οι οποίοι τώρα εμφανίζονται σχεδόν ρητά, ως το Σχέδιο Βήτα της εξουσιαστικής πολιτικής.

Σαπίρ, λοιπόν, και ξερό ψωμί, αφού μάλιστα ο γκουρού έχει εκφράσει πολλαπλώς τον "φιλελληνισμό" του, συστήνοντας στην ελληνική κοινωνία "να την κάνει" όσο γίνεται γρηγορότερα από την "ευρωζώνη", αν και το κάνει ομολογώντας παρεμπιπτόντως με περίσσιο "θάρρος" πως η ευρωζώνη στοιχίζει και στην Γαλλία το 3% του εθνικού εισοδήματός της!

Η περίπτωση του Σαπίρ είναι πράγματι "ό,τι πρέπει" για να αναπτύξουν, οι διάφοροι "μάγοι της τακτικής", σχέδια για την συγκρότηση συμμαχιών "ακόμα και με τον διάβολο", όπως έλεγε και ο Λένιν, και μάλιστα, επειδή είναι όλοι τους ακραιφνείς λενινιστές, τελικά μόνο με τον διάβολο. Από την άλλη μεριά ο Γιώργος Παπαϊωάννου, παραπέμποντας (κι αυτός) στον Σαπίρ, μας δίνει την ευκαιρία να συζητήσουμε, κάπως  ψύχραιμα, ένα πολύ σοβαρό ζήτημα που είναι αυτό της ταχτικής: είναι στ' αλήθεια μεγάλη αμαρτία να συμμαχεί η Αριστερά με τον διάβολο ή μήπως αντίθετα η συμμαχία με τον διάβολο την οδηγεί στον παράδεισο;

Λέμε βεβαίως Αριστερά, αλλά πρέπει να γίνεται σαφές πως η λεγόμενη (στην γλώσσα των ΜΜΕ) Αριστερά, δεν έχει καμιά σχέση ούτε με αυτήν που κάποτε εννοούνταν σαν αστική Αριστερά, ούτε με αυτήν που κάποτε ονομαζόταν προλεταριακή Αριστερά. Η λεγόμενη σήμερα Αριστερά δεν αποτελεί καν μια έστω και διαστρεβλωμένη εξέλιξη της παραδοσιακής Αριστεράς. Αποτελεί εντελώς αντίθετα πλήρη ρήξη τόσο με το περιεχόμενο όσο και με την μορφή και της αστικής και της προλεταριακής Αριστεράς. Πώς θα ήταν σήμερα αν υπήρχε και πως θα είναι όταν θα υπάρχει η σύγχρονη Αριστερά, αυτό είναι ένα ζήτημα που ξεφεύγει από τον στόχο του παρόντος κειμένου αλλά για τις ανάγκες αυτού του γραφτού θα την ονομάζω απλώς επαναστατική Αριστερά και την πολιτική της επαναστατική πολιτική.

Αν μιλάμε λοιπόν για την επαναστατική Αριστερά, το ζήτημα των συμμαχιών είναι και σήμερα, όπως ήταν και παλιά, το ζήτημα της ταχτικής. Ταχτική, για την επαναστατική Αριστερά, δεν είναι τίποτα άλλο από την επιλογή της: με ποιες δυνάμεις θα συμμαχήσει και σε ποιες δυνάμεις θα αντιπαρατεθεί. Από άποψη θεωρητική, η λογική της επιλογής είναι απλή: η επαναστατική Αριστερά συμμαχεί με τις δυνάμεις που, έστω και προσωρινά ή αλλιώς έστω και για ένα κομμάτι του δρόμου, βαδίζουν προς την κατεύθυνση της επαναστατικής αλλαγής. Από άποψη όμως πρακτική, αυτή η απλή αυτή λογική δύσκολα εφαρμόζεται γιατί ποτέ δεν είναι σαφές ποιες από τις πράξεις των δυνάμεων με τις οποίες συμμαχεί η επαναστατική αριστερά αποτελούν βήματα προς την επαναστατική αλλαγή, και ποιες πράξεις αποτελούν βήματα που εξυπηρετούν την (θανάσιμη για την σημερινή κοινωνία) διατήρηση του εξουσιαστικού συστήματος.

Έτσι, σε τελευταία ανάλυση, το ζήτημα της ταχτικής, για την επαναστατική Αριστερά, ενώ εκ πρώτης όψεως παρουσιάζεται σαν ζήτημα επιλογής συμμαχιών, εκ των πραγμάτων μετατρέπεται σε ζήτημα επιλογής του πεδίου και του αντικειμένου των επιμέρους συγκρούσεων. Με άλλα λόγια, η Αριστερά επιλέγει τους στόχους που θεωρεί ορόσημα στον δρόμο προς την επαναστατική αλλαγή, ορόσημα που για να είναι τέτοια, γίνονται, συνειδητά ή ασυνειδήτως, αποδεκτά από μεγάλα κομμάτια της κοινωνίας. Προβάλλοντας η Αριστερά αυτούς τους στόχους αφήνει τις άλλες πολιτικές δυνάμεις να αποφασίσουν αν θα συμμαχήσουν μαζί της για την επίτευξη αυτών των στόχων και θα επιβιώσουν για κάποιον ακόμα καιρό στην συνείδηση της κοινωνίας ή αν θα αντιπαρατεθούν στην Αριστερά και θα έρθουν αντιμέτωπες με την κοινωνία.

Και βέβαια αυτή η ταχτική (η πολιτική των συμμαχιών) δεν μπορεί να εφαρμοστεί στο επίπεδο των επιτελείων, στην περιορισμένη κεντρική σφαίρα του πολιτικού συστήματος, αλλά μόνο με την επίμονη καθημερινή δουλειά στην ευρεία σφαίρα του πραγματικού κοινωνικού συστήματος (στην σφαίρα που εννοώ όταν μιλάω για κοινωνική βάση), όπου οι "αντίπαλοι" της επαναστατικής Αριστεράς είναι εν δυνάμει, βραχυπρόθεσμα ή μεσοπρόθεσμα, οι αυριανοί της σύμμαχοι.

Αυτή η λογική, ασχέτως του αν εφαρμόστηκε και πώς εφαρμόστηκε, αποτελούσε την αλφαβήτα του αριστερού επαναστατικού κινήματος μέχρι τα μέσα της δεκαετίας του 1940. Από το 1950 και μετά, ο ρεβιζιονισμός στην αρχή και ο μεταμοντερνισμός από το δεύτερο μισό της δεκαετίας του 1960, προσάρμοσαν την λογική της πολιτικής των συμμαχιών στις "ανάγκες" της οπορτουνιστικής πολιτικής. Μετά από την πτώση του τείχους και τελικά στο διάστημα 2004-2007, η πολιτική της οπορτουνιστικής Αριστεράς που επικεντρωνόταν γύρω από την επίκληση της δήθεν "ήττας της επανάστασης", οδηγήθηκε στην πλήρη χρεοκοπία συμπαρασύροντας και ολόκληρο το πολιτικό σύστημα του οποίου ήταν το αποφασιστικό μέρος, αφού η παραδοχή της ήττας συγκρατούσε την κοινωνική βάση στα δεσμά της παρωχημένης εξουσίας.

Εν όψει αυτής της χρεοκοπίας, η πολιτική της Νέας Τάξης Πραγμάτων στην διάρκεια του 2006 αλλάζει κατεύθυνση: εγκαταλείπει σταδιακά την αντιτρομοκρατική υστερία και στρέφεται σε μια προσπάθεια υστερικής ιστορικοποίησης της πολιτικής αντιπαράθεσης και εμπλοκής της οπορτουνιστικής Αριστεράς στην διαχείριση του συστήματος. Όχι χωρίς δυσκολίες, οι επιτελείς της Αριστεράς εγκαταλείπουν σταδιακά τον βολικό μαζοχισμό της δήθεν "οικτρής ήττας της επανάστασης" και περνάνε, πρώτα οι χρουστσοφικοί του ΚΚΕ στην φάση των "αποκαταστάσεων", της ξαφνικής "ανακάλυψης" του εμφυλίου και της "αντεπίθεσης" και μετά οι ευρωρεβιζιονιστές στην φάση της "κυβερνώσας Αριστεράς" στην οποία βρίσκονται σήμερα σχηματίζοντας την σημερινή λεγόμενη Αριστερά που είναι απλά το αριστερό και κρίσιμο τμήμα του εξουσιαστικού συστήματος και για την οποία ακόμα και ο χαρακτηρισμός της σαν οπορτουνιστικής μάλλον την κολακεύει παρά την υποτιμά.

Προφανώς λοιπόν δεν μπορούμε στα σοβαρά να θεωρούμε τους επιτελείς της οπορτουνιστικής Αριστεράς, ούτε τους "ορθόδοξους" του ΚΚΕ ούτε τους "ανανεωτικούς" του ΣΥΡΙΖΑ, σαν επαναστατική Αριστερά και επομένως δεν μπορεί η κοινωνία να έχει από αυτούς την απαίτηση να χαράξουν την επαναστατική πολιτική και την αντίστοιχη τακτική. Ασφαλώς υπάρχουν άνθρωποι στις παρυφές των αριστερών επιτελείων ή και μέσα σ' αυτά, οι οποίοι, μέσα από τα γεγονότα της σύγκρουσης η οποία διαρκώς θα κλιμακώνεται στην εξέλιξη της κρίσης, ενδέχεται να αποδεσμευτούν από τον οπορτουνισμό. Σαν σύνολο όμως η "οργανωμένη" οπορτουνιστική Αριστερά, είναι δεμένη  χειροπόδαρα με δεσμά οικονομικά από τις "αγορές" και πολιτικά από τα ΜΜΕ, σε καμιά περίπτωση δεν μπορούμε να περιμένουμε ότι θα ανταποκριθεί στις ανάγκες της κοινωνίας και στις απαιτήσεις του σημερινού πολύπλοκου κοινωνικού συστήματος αν δεν διαλυθεί και αν δεν χρησιμοποιηθούν τα μπάζα που θα προκύψουν σαν υλικά για την Νέα Αριστερά που θα σχηματιστεί στην πορεία της σύγκρουσης. Και μέσα από αυτήν την σκέψη δεν μπορούμε και πάλι να παραβλέψουμε την ιστορικά θετική σημασία που έχει η διάλυση των συνιστωσών του ΣΥΡΙΖΑ, μια εξέλιξη που μπορούμε να είμαστε βέβαιοι ότι σε κάποια φάση θα στραφεί ενάντια και σ' αυτούς που την εμπνεύσθηκαν, στο "προεδρικό" περιβάλλον του Τσίπρα, και σ' αυτούς που την "πούλησαν" στους προηγούμενους, Νταβανέλος, Ρινάλντι και οι όμοιοί τους.

* * *

Από την άλλη μεριά όμως η οργάνωση της επαναστατικής Αριστεράς, η οποία θα προκύψει μέσα από την επερχόμενη σύγκρουση, δεν μπορούμε να ξέρουμε με τι ακριβώς υλικά θα συγκροτηθεί και πως ακριβώς θα λειτουργήσει, μπορούμε όμως να ξέρουμε πως δεν θα είναι η ίδια με την συγκεντρωτική οργάνωση που προέκυπτε πριν από την δεκαετία του 1940, στις κοινωνίες εκείνης της περιόδου. Και επίσης η ταχτική της Αριστεράς της περιόδου στην οποία βρισκόμαστε σήμερα δεν θα έχει την αλφαβήτα που περιέγραψα πιο πάνω. Η νέα ταχτική θα έχει την μορφή που ταιριάζει στην νέα μορφή οργάνωσης που απαιτείται καθώς τόσο η ταχτική όσο και η οργάνωση που θα την εφαρμόσει, θα προκύπτουν μέσα από το πραγματικό κοινωνικό σύστημα που υπάρχει σήμερα.

Στην πρώτη δεκαετία του 20ου αιώνα, ο Λένιν έλεγε στους σοσιαλδημοκράτες και στον Λίπκνεχτ (σε γενικές γραμμές) πως δεν υπάρχει επαναστατική ταχτική αν δεν υπάρχει επαναστατική στρατηγική. Στην πρώτη δεκαετία του 21ου αιώνα έχει ήδη γίνει φανερό πως (και αντίστροφα) δεν μπορεί να υπάρξει επαναστατική στρατηγική αν αυτή δεν προκύπτει "ενσωματωμένη" στην πολυποίκιλη επαναστατική ταχτική: αν δεν αποτελεί η επαναστατική στρατηγική το πνεύμα της επαναστατικής τακτικής σε κάθε της λεπτομέρεια.

Βεβαίως, εκ των υστέρων, μπορούμε να πούμε πως ουσιαστικά ο Λένιν δεν έλεγε κάτι διαφορετικό από αυτό που θα έλεγαν οι άνθρωποι μιας σημερινής επαναστατικής Αριστεράς. Έχει σημασία όμως, η διαφορά των συνθηκών, γιατί η παράβλεψή τους επιτρέπει να εφαρμόζεται η λογική του Λένιν (π.χ. για την "συμμαχία" με τους "διαβόλους") για την εξαμβλωματική εξαγωγή συμπερασμάτων για την σημερινή ταχτική: συμπερασμάτων που δικαιολογούν, με την σειρά τους, τις αντιδραστικές "συμμαχίες" και τις αντιδραστικές "αντιπαλότητες" που αναζητούν οι οπορτουνιστές.

Τελικά αν θεωρούμε τον ΣΥΡΙΖΑ αλλά και το ΚΚΕ σαν πολιτικούς φορείς που "αποφασίζουν" την ταχτική τους, την πολιτική των συμμαχιών τους, τότε απλώς ή πλάθουμε μύθους ή χάφτουμε μύθους. Στην πραγματικότητα οι κινήσεις του ΣΥΡΙΖΑ δεν είναι αποτέλεσμα αποφάσεων που έχουν ληφθεί μέσα από κάποια διαδικασία (δημοκρατική ή αντιδημοκρατική: εντελώς αδιάφορο) αλλά προκύπτουν, όπως άλλωστε και οι κινήσεις των αντιπάλων τους μέσα από ένα χάος παραγόντων που με κανένα τρόπο δεν μπορούν να περιγραφούν στο σύνολό τους: και βέβαια το ίδιο χάος παραγόντων που καθορίζει την γέννησή τους καθορίζει και τον τύπο του φιάσκου στο οποίο θα καταλήξουν.

Από την άλλη μεριά, έχω από καιρό υποστηρίξει πως η απάτη του Ρινάλντι, που βρίσκεται σήμερα σε καθημερινή χρήση, συνίσταται στην υποκατάσταση της στρατηγικής με την ταχτική. Αυτό σημαίνει πως, για παράδειγμα ο ΣΥΡΙΖΑ που είναι το αποτέλεσμα ακριβώς αυτής της απάτης από την μεριά της ΚΟΕ, δεν είναι δυνατό να έχει ούτε στρατηγική ούτε ταχτική, αλλά πολύ απλά είναι έρμαιο της ροής της πολιτικής ιστορίας. Αλλά, από την άλλη, η απάτη αυτή έχει καταλυτική σημασία από την στιγμή που σερβίρεται ως προϊόν της μαρξιστικής-λενινιστικής σκέψης ενώ δεν είναι παρά ένα δύσοσμο απόβλητο που προέκυψε στην διάρκεια της ανάπτυξης αυτής της σκέψης και κυριάρχησε, διαστρεβλώνοντας και αποσιωπώντας την ίδια την μαρξιστική-λενινιστική σκέψη.

Οι κυρίαρχοι επιτελείς του ΣΥΡΙΖΑ, έχουν αγοράσει φτηνά την απάτη του Ρινάλντι μαζί με τα πολιτικά της συμφραζόμενα όπως το "ξέφωτο" η "διέξοδος από την κρίση", η "μεταπολίτευση του λαού", ο νεολογισμός του "αντισεχταρισμού" και με βάση αυτή την απάτη πορεύονται στην καθημερινή τους "ταχτική". Ο Ρινάλντι πήρε έναντι αυτής της απάτης, μια θέση άνευ "χαρτοφυλακίου" (και άνευ πολιτικής σημασίας) στην "πολιτική γραμματεία" του ΣΥΡΙΖΑ, το όργανο που αποτελεί το πρόσχημα της ασυδοσίας του Τσίπρα και των κηδεμόνων του, πρόσχημα ανάλογο με την "συμβουλευτική" της χούντας του Παπαδόπουλου. Όπως και να έχει το πράγμα η στρατηγική του ΣΥΡΙΖΑ αρχίζει και τελειώνει στην ταχτική, και άλλωστε -- στον βαθμό που για να μοιάζει με κόμμα θα πρέπει να έχει και "πρόγραμμα" δηλαδή στρατηγική -- η στρατηγική του ανακατασκευάζεται καθημερινά προκειμένου να προσαρμοστεί στις πιρουέτες της καθημερινής του ταχτικής.

* * *

Από την στιγμή που σήμερα Επαναστατική Αριστερά δεν υπάρχει για να επεξεργαστεί θεωρητικά τα τεράστια ζητήματα που έχουν ανακύψει, το ζήτημα της σχέσης της στρατηγικής με την ταχτική στις σημερινές συνθήκες είναι απέραντο και χαώδες. Κανείς δεν μπορεί να περιγράψει, ούτε το περιεχόμενο, ούτε την μορφή της επαναστατικής στρατηγικής, ούτε μπορεί κανείς να προβλέψει με ποιο τρόπο η επαναστατική στρατηγική θα ενσωματωθεί στην επαναστατική ταχτική, ούτε μπορεί να προβλέψει κανείς πώς θα μοιάζει ο "φορέας" που θα διακρίνει τον στρατηγικό στόχο και θα χαράξει την καθημερινή επαναστατική ταχτική.

Υπάρχουν ωστόσο, ήδη από την δεκαετία του 1960, ιδέες που αναπτύχθηκαν μέσα στο πλαίσιο της Πολιτιστικής Επανάστασης που προανήγγελλαν τον δρόμο για την επίλυση αυτών των προβλημάτων αλλά κι αυτές διασκορπισμένες μέσα στο κλίμα της σύγχυσης που παρήγαγε αναγκαστικά μια τόσο μεγάλη αναταραχή. Υπήρξε για παράδειγμα μια ιδέα που εκφράστηκε (με δικά μου λόγια) ως εξής: "να φτιαχτεί μέσα στις μάζες μια στρατιά διανοουμένων μαρξιστών-λενινιστών". Η ιδέα αυτή απαντούσε γενικά μεν αλλά εποικοδομητικά στο πρόβλημα της οργάνωσης. Στην συνέχεια, με την παρεμβολή του Μάη του 1968, η ιδέα αυτή υλοποιήθηκε με την δημιουργία μιας στρατιάς "οπορτουνιστών" της κοινωνικής βάσης και υπηρετεί την σημερινή οπορτουνιστική Αριστερά. Οι επιτελείς του οπορτουνισμού τρίβουν τα χέρια τους νομίζοντας πως η "στρατιά" είναι "δική τους" γιατί δεν αντιλαμβάνονται πως η επαναστατική σημασία αυτού του συνθήματος δεν ήταν πως θα φτιαχνόταν μια στρατιά μαρξιστών-λενινιστών αλλά πως η υπόθεση της θεωρίας θα γινόταν υπόθεση μιας "στρατιάς" διανοουμένων μέσα στην κοινωνική βάση. Μπορεί να είναι σήμερα οδυνηρό πως αυτή η στρατιά των διανοουμένων υπηρετεί στα στρατόπεδα του φασισμού και του οπορτουνισμού αλλά δεν υπάρχει άλλος τρόπος στην ιστορία εκτός από το να προκύψει μέσα από την ψεύτικη διαμάχη αυτών των στρατοπέδων, η νέα πραγματική αντίθεση ανάμεσα στην συντηρητική και την επαναστατική πλευρά της κοινωνίας που συγκροτεί το κοινωνικό σύστημα.

Μπορεί να πει κανείς τελικά πως ο ΣΥΡΙΖΑ είναι το πολιτικό χάος σε συσκευασία κόμματος. Αλλά ακριβώς επειδή το χάος είναι η πιο ασφαλής μορφή τάξης, ο ΣΥΡΙΖΑ, ως δήθεν κόμμα, είναι το πιο σταθερό από τα υπάρχοντα δήθεν κόμματα. Είναι μια συσκευασία που αντέχει στον χρόνο, όσο το περιεχόμενό της βολεύεται μέσα σ' αυτήν και δεν την κουρελιάζει. Έτσι τελικά, αν μπορεί να αντιληφθεί κανείς τα πραγματικά πολιτικά δεδομένα, τότε μπορεί να προβλέψει την κατεύθυνση των αποφάσεων του ΣΥΡΙΖΑ, πριν ακόμα ο ίδιος ο ΣΥΡΙΖΑ τις "αποφασίσει", πράγμα που δεν σημαίνει πως η πρόβλεψη δείχνει σοφία, αλλά πως η ιστορική αναγκαιότητα που εκφράζεται μέσα στο χάος ποτέ δεν ήταν ισχυρότερη από όσο είναι σήμερα.

Αυτό που θέλω να πω εδώ είναι, συνοπτικά, πως ο ίδιος ο ΣΥΡΙΖΑ (όπως και όλα τα άλλα κομμάτια της λεγόμενης Αριστεράς) είναι πια οργανικό μέρος του εξουσιαστικού συστήματος και δεν θα μεταβληθεί ποτέ σε κόμμα με επαναστατική πολιτική και ταχτική, είναι όμως και μέρος του πραγματικού κοινωνικού συστήματος, και σαν τέτοιο είναι ένα από τα βασικά πεδία των μαχών της σύγκρουσης. Μέσα από αυτές τις μάχες θα γεννηθεί η επαναστατική Αριστερά.

* *  *

Σε ότι αφορά την Ευρώπη, ολόκληρο το ελληνικό πολιτικό σύστημα αναπνέει στο κλίμα του ευρωπαϊκού ανταγωνισμού που μεταφέρεται στην Αθήνα με τα σούρτα-φέρτα των κομπλεξικών αυτοκρατορικών απεσταλμένων της Τρόικας. Ο ανταγωνισμός γύρω από τις Ευρωπαϊκές υποθέσεις δεν έχει πάρει ακόμα, καθαρά, την μορφή του "διμετωπισμού" αλλά η παρουσία σ' αυτές τις υποθέσεις, της άθλιας συριζαϊκής "πρωτοπορίας" βοηθάει προς την κατεύθυνση της διαμόρφωσής του. Στην ελληνική πολιτική σκηνή, απ' την άλλη μεριά, ο "διμετωπικός" ανταγωνισμός παίρνει αναγκαστικά την μορφή της διαμάχης περί του αν η υποδούλωση της ελληνικής κοινωνίας (υποδούλωση γενικά στην αυτοκρατορική εξουσία) για την οποία μοχθούν και αμείβονται, όλα τα κόμματα της πολιτικής σκηνής, θα "μεθοδευτεί" μέσα στο πλαίσιο της "ευρωζώνης" ή μήπως, πράγμα που είναι το πιο πιθανό, μέσα από την διάλυσή της.

Ο "ευρωσκεπτικισμός" είναι η σημαία της διάλυσης της Ευρωζώνης και πιθανότατα και της εγκατάλειψης της χρεοκοπημένης επιχείρησης για την πολιτική ένωση της Ευρώπης. Η επιχείρηση άλλωστε έχει χρεοκοπήσει από την εποχή που το μπακάλικο Ευρωσύνταγμα αντιμετωπίστηκε, από τους λαούς της Ευρώπης (και πολύ σωστά, ασχέτως του ποια πολιτική δύναμη υποστήριξε την καταψήφισή του), σαν ακριβώς αυτό που ήταν: σαν ένα "εξευγενισμένο" και πολυτελώς κιτσάτο μπακάλικο τεφτέρι. Αυτό όμως σε καμιά περίπτωση δεν σημαίνει πως μια "δύναμη" (δηλαδή μια από τις αντικοινωνικές εξουσιαστικές συμμορίες που παρουσιάζονται σαν σύμβολα των αντιστοίχων κοινωνιών) είτε "μεγάλη", όπως η Γαλλία και η Αγγλία, είτε "μικρή", όπως η Ισπανία και Ιταλία, που κουνάει την σημαία του "ευρωσκεπτικισμού" αποβλέπει σε λιγότερη κυριαρχία πάνω στις ευρωπαϊκές κοινωνίες.

Και άλλωστε δεν μπορούμε να παραβλέπουμε ότι και από την ίδια την Γερμανία, ως κρατική "μεγάλη δύναμη", δεν λείπει και ένα "αριστερό" χέρι με το οποίο κρατάει επίσης την "ευρωσκεπτικιστική" σημαία και δεν έχει ένα σχέδιο Βήτα για την περίπτωση που αναγκαστεί να διαλύσει το υπό κατάρρευση οικοδόμημα με μια ελεγχόμενη (όπως ελπίζουν) ανατίναξη κατά τα πρότυπα της ανατίναξης του "τείχους".

Τελικά ο "διμετωπισμός" στην σφαίρα της Ευρωπαϊκής πολιτικής εκδηλώνεται, με την αντιπαράθεση ενός υποκριτικού "ευρωσκεπτικισμού" σε έναν κουρελιάρικο "ευρωενθουσιασμό", συμπληρώνοντας έναν παρανοϊκό ευρωπαϊκό μεγαλοϊδεατισμό. Αρχίζοντας από την Γερμανία και φτάνοντας σε όλες τις πρώην "αυτοκρατορικές" δυνάμεις. Το δίπολο όμως, που δεν θα μπορούσε να εκφράζεται αλλιώς στην συνείδηση των επιτελών του εξουσιαστικού συστήματος, αποτελεί αντανάκλαση στην πολιτική σφαίρα της αδήριτης αναγκαιότητας που είναι τόσο η πραγματική και τετελεσμένη ένωση των κοινωνιών της Ευρώπης, από τον Ατλαντικό μέχρι τα Ουράλια (κατά την έκφραση και τις προσδοκίες του Ντεγκόλ) κι αυτή μέσα το ευρύτερο πλαίσιο της ένωσης των κοινωνιών όλου του κόσμου. Αυτή η ντε φάκτο ένωση είναι που εμπνέει τον "ευρωενθουσιασμό": εμπνέει όμως έναν κουρελιάρη εξαθλιωμένο λούμπεν εξουσιαστικό "ευρωενθουσιασμό" από την στιγμή που ταυτόχρονα γίνεται φανερή ή επίσης ντε φάκτο αδυναμία της Ευρώπης να ενωθεί με όρους ενός ευρωπαϊκού τμήματος της παγκόσμιας αυτοκρατορίας των αγορών. Η πρώτη αναγκαιότητα γεννάει τον υστερικό "ευρωενθουσιασμό" η δεύτερη αναγκαιότητα γεννάει έναν φοβικό "ευρωσκεπτικισμό".

Αν υπήρχε μια πραγματική επαναστατική Αριστερά, θα είχε ήδη θέσει σε επίπεδο βασικού στρατηγικού δόγματος την ραγδαία ένωση των πραγματικών ευρωπαϊκών κοινωνικών συστημάτων σε ένα πραγματικό ευρωπαϊκό σύστημα στο πλαίσιο μιας ευρύτερης ένωσης των πραγματικών κοινωνικών συστημάτων όλου του κόσμου σε ένα παγκόσμιο πραγματικό κοινωνικό σύστημα. Αυτή την πολλαπλή ένωση την έχουν αποδεχτεί εμπράκτως και οι δύο πλευρές της κοινωνίας, πράγμα που εκφράζεται από τις ρυθμίσεις που επιχειρούν οι επιτελείς του εξουσιαστικού συστήματος μέσα στο πλαίσιο της δημιουργίας του παγκόσμιου συστήματος των αγορών και του παγκόσμιου συστήματος επικοινωνίας που είναι το διαδίκτυο: εντελώς άσχετα αν αυτή η παγκοσμιοποίηση αντιμετωπίζεται με την αντιδραστική λογική της εξουσίας.

Από την άλλη μεριά την ταχτική της αυτή, η επαναστατική Αριστερά, θα την στήριζε στην αντίφαση ανάμεσα στην παραδοχή της ντε φάκτο ενοποίησης και στην ντε φάκτο αδυναμία της εξουσιαστικής ενοποίησης. Βεβαίως λοιπόν, μια πραγματική Αριστερά όχι μόνο θα μπορούσε και θα έπρεπε να συμμαχεί "ακόμα και με τον διάβολο" αλλά ουσιαστικά η επαναστατική στρατηγική δε μπορεί να είναι σήμερα τίποτα άλλο από μια σειρά ταχτικών συμμαχιών με τον διάβολο. Συμμαχιών όμως με τον διάβολο που θα ήταν επαναστατικές, με την έννοια πως θα ίσχυαν ρητά για "τμήματα" του δρόμου προς την ολοκλήρωση της επαναστατικής αλλαγής που βρίσκεται εν εξελίξει, και θα ίσχυαν υπό τον απαράβατο όρο ότι θα εξασφάλιζαν την απρόσκοπτη λειτουργία του κοινωνικού συστήματος. Συμμαχίες τέλος που επειδή ο διάβολος δεν κάνει έντιμες συμφωνίες θα φρόντιζε η επαναστατική Αριστερά να τις στηρίζει στην αδιαμεσολάβητη (από τον διάβολο) σχέση των ανθρώπων της βάσης των δύο κοινωνιών.

Το σίγουρο πάντως είναι πως συμμαχία με τον διάβολο δεν σημαίνει να μπει η Αριστερά στην έμμισθη υπηρεσία κάποιου από τους διαβόλους που αντιμάχονται για την αυτοκρατορική εξουσία, ούτε να γίνει ο νέος "εκπεσών" επαναστατικός άγγελος στην θέση του παλιού φασιστικού διαβόλου.

* * *

Τις βασικές αρχές της σημερινής επαναστατικής στρατηγικής, είναι εύκολο να τις αντιληφθεί κανείς: το δύσκολο είναι να αντιληφθεί πώς αυτές οι αρχές ενσωματώνονται στην επαναστατική ταχτική και πως θα είναι η πολιτική οργάνωση που θα μπορέσει να τις ενσωματώσει. Επομένως το φλέγον ερώτημα είναι, τί μπορεί να κάνει ένας αριστερός προκειμένου να εκφράσει πολιτικά την επαναστατική πλευρά της ελληνικής κοινωνίας, εν όψει των ευκόλως αναγνωρίσιμων δεδομένων που σήμερα επικεντρώνονται στον χώρο της Ευρώπης αλλά όχι σ' αυτόν με την γεωγραφική έννοια του χώρου.

Πριν επιχειρήσω μια απάντηση θα πρέπει να τονίσω πως το κάθε ερώτημα απευθύνεται σε κάθε ξεχωριστό άτομο και απαντιέται από κάθε άτομο ξεχωριστά. Οι δήθεν συλλογικές αποφάσεις και οι λεγόμενες αμεσοδημοκρατικές διαδικασίες αποτελούν είτε το πρόσχημα της προσωπικής μαζοχιστικής υποταγής σε κάποιο ανύπαρκτο σύνολο   είτε την απόπειρα της προσωπικής σαδιστικής κυριαρχίας πάνω σε κάποιο ανύπαρκτο σύνολο: συνηθέστατα δε συμβαίνουν και τα δύο μαζί.

Η στρατηγική, για την επαναστατική Αριστερά, αρχίζει και τελειώνει με την αναγνώριση της ιστορικής αναγκαιότητας και την τοποθέτηση στην θέση του επιδιωκόμενου στρατηγικού στόχου της κοινωνικής αλλαγής που αναγνωρίζεται πως έτσι κι αλλιώς θα επικρατήσει. Υπάρχει η ένσταση πως αυτή η λογική καταργεί την σημασία του υποκειμενικού παράγοντα. Η ένσταση αυτή είναι θεωρητικά βάσιμη και πρέπει να εξετάζεται γιατί μπορεί πράγματι να υποτιμηθεί ο υποκειμενικός παράγοντας. Αν παρακολουθήσει όμως κανείς την ιστορική εξέλιξη θα διαπιστώσει ότι οι επαναστατικές αλλαγές που συνέβησαν θα ήταν αδύνατο να αποφευχθούν και, το κυριότερο, δεν υπήρχε κανένας λόγος να αποφευχθούν, με δεδομένο πως η κοινωνική ζωή μέσα από αυτές επαναστατικές αλλαγές βελτιώθηκε. Αυτό που θα μπορούσε να αποφευχθεί είναι οι εκατόμβες νεκρών που στοίχισε η απόπειρα των εξουσιαστικών δυνάμεων να την αποτρέψουν ή να εκτρέψουν την αναπότρεπτη και αναγκαία κοινωνική αλλαγή.

Τελικά η υποτίμηση του υποκειμενικού παράγοντα, που είναι πράγματι ο τεράστιος κίνδυνος σε περιόδους σύγκρουσης, συνίσταται στην υποτίμηση της ικανότητας του κοινωνικού υποκειμένου να αντιληφθεί και να υπηρετήσει την κοινωνική αναγκαιότητα. Οι εκατόμβες νεκρών από τις συγκρούσεις οφείλονται στο γεγονός ότι οι επιτελείς του επαναστατικού κινήματος υπερτιμούν τον δικό τους υποκειμενικό παράγοντα και υποτιμούν την υποκειμενική ικανότητα των ανθρώπων της κοινωνικής βάσης να αντιληφθούν και να υπηρετήσουν την αναπότρεπτη και αναγκαία κοινωνική αλλαγή, αποτρέποντας την καταστροφή που προκαλεί η όξυνση της παρανοϊκής εξουσιαστικής αντιπαράθεσης του οπορτουνισμού με τον φασισμό.

Η αναπόφευκτη σήμερα επαναστατική αλλαγή έγκειται στην κατάργηση των κάθε είδους τεχνητών συνόρων και στην σταδιακή συνένωση των κοινωνιών σε μια παγκόσμια κοινωνία. Συνένωση που προφανώς θα διαφυλάξει τα επιτεύγματα της σκέψης και της τεχνικής που έχουν πραγματοποιήσει οι ξεχωριστές κοινωνίες. Στο πραγματικό κοινωνικό σύστημα, στον τομέα, για παράδειγμα της πραγματικής οικονομίας (δεν είναι όμως μόνο η πραγματική οικονομία το πραγματικό σύστημα) η αλλαγή όχι μόνο είναι αναγκαία, δηλαδή αναπόφευκτη, αλλά επιπλέον έχει ήδη πραγματοποιηθεί. Το πρόβλημα που υπάρχει ως προς αυτή την αλλαγή προέρχεται από το γεγονός ότι οι δυνάμεις που έχουν δημιουργηθεί στο θεσμικό σύστημα εμποδίζουν την ενοποίηση, καθώς η κάθε μια από αυτές προσπαθεί να επιβάλει τους όρους με τους οποίους εννοεί η ίδια την ενοποίηση -- όπως τα λέει άλλωστε και ο Σαπίρ.

Βεβαίως, έχει ήδη γίνει προφανές πως οι δυνάμεις που εμποδίζουν την ενοποίηση, δυνάμεις που πολιτικά είναι φασιστικές ή οπορτουνιστικές, δεν μπορούν ούτε και πρόκειται να εξαερωθούν ή να μετανοήσουν και επομένως η αλλαγή αυτή δεν είναι εύκολη, ούτε μπορεί να πραγματοποιηθεί μονομιάς. Οι συσσωρευμένες δυνάμεις της σημερινής οπορτουνιστικής-φασιστικής αντίδρασης λειτουργούν σαν δυνάμεις αδρανείας και προκαλούν ισχυρά αντιρρεύματα τα οποία, όσο προωθείται η αλλαγή, στο άμεσο μέλλον θα γίνονται ακόμα μεγαλύτερα φτάνοντας το μέγεθος πραγματικών κοινωνικών τυφώνων, που κανείς δεν θα μπορεί να ελέγξει και θα κοστίζουν ανθρώπινες ζωές. Δεν μπορεί να υπάρξει επομένως άλλος στρατηγικός στόχος για την σύγχρονη επαναστατική πολιτική παρά μόνο ο στόχος της ραγδαίας ενοποίησης των κοινωνικών συστημάτων την οποία, άλλωστε και οι ίδιες οι αντιδραστικές δυνάμεις -- χωρίς να είναι σε θέση να συνειδητοποιήσουν τί κάνουν -- την προωθούν την ίδια στιγμή που προσπαθούν να την αποτρέψουν.

Τελικά η, έτσι νοούμενη, επαναστατική πολιτική είναι η μοναδική σωτηρία για κάθε κοινωνία ξεχωριστά και για ολόκληρη την ανθρωπότητα γενικά. Και αυτή η μοναδική σωτηρία είναι την ίδια στιγμή και αναπότρεπτη και αναπότρεπτα σωτήρια. Κι αυτό για τον πολύ απλό λόγο πως η σύγχρονη επαναστατική στρατηγική δεν μπορεί ούτε να συλληφθεί ούτε να εφαρμοστεί (να διαποτίσει δηλαδή την ταχτική και να την καταστήσει επαναστατική) παρά μόνο υπό δύο αλληλένδετες προϋποθέσεις οι οποίες όμως είναι και αδύνατο να μην ικανοποιηθούν.

Η πρώτη προϋπόθεση είναι πως η κεντρική ιδέα της επαναστατικής πολιτικής δεν μπορεί σήμερα πια να συλλαμβάνεται από μια ομάδα "ειδικών της επανάστασης" (οι οποίοι αργά ή γρήγορα είτε οι ίδιοι, είτε οι άμεσοι απόγονοί τους, θα εξελιχθούν σε φορείς της φασιστικής ή της οπορτουνιστικής εξουσίας, όπως έγινε με την γενιά που ακολούθησε την Οκτωβριανή Επανάσταση) αλλά θα εξελίσσεται σαν μια αφηρημένη βασική αρχή που διαποτίζει την επαναστατική πλευρά της κοινωνίας.

Η δεύτερη προϋπόθεση είναι πως η απαραίτητη μετάφραση της επαναστατικής στρατηγικής σε επαναστατική ταχτική, η εφαρμογή δηλαδή της βασικής επαναστατικής αρχής, της κοινωνικής ενοποίησης (που την έλεγαν και διεθνισμό), στην πολιτική πράξη, δεν θα μπορεί να αποφασίζεται από μια κεντρική ομάδα ανθρώπων για όλες τις διαφορετικές (περιφερειακές όπως τις ονόμαζαν) περιπτώσεις, αλλά θα αποφασίζεται αναγκαστικά από τους ανθρώπους οι οποίοι εμπλέκονται στην διαδικασία την οποία αφορά η συγκεκριμένη ταχτική.

Με άλλα λόγια η δυνατότητα διαμεσολάβησης της διαλεκτικής αντίθεσης ανάμεσα στην επαναστατικότητα και στον συντηρητισμό, η οποία συγκροτεί την ανθρώπινη κοινωνία, από δύο ομάδες πολιτικής εκπροσώπησης, έχει πλέον εξαντληθεί. Οι δύο πλευρές της κοινωνίας σε οποιαδήποτε κοινωνική κλίμακα, από μια μικρή κοινωνική παρέα φίλων, μέχρι την οικουμενική κοινωνία, θα μπουν στην διαδικασία της βασικής κοινωνικής αντίθεσης χωρίς την διαμεσολάβηση μια θεσμικής ρύθμισης και κάποιων που συντηρούν τους θεσμούς.

Ξεπερνάω τον πειρασμό να υποδείξω ένα τεράστιο πλήθος παραδειγμάτων που δείχνουν πως στις διαδικασίες του πραγματικού κοινωνικού συστήματος (στην σημερινή πραγματικότητα δηλαδή) οι μορφές οργάνωσης που απαιτούνται για την μετάφραση της στρατηγικής σε ταχτική έχουν ήδη διαμορφωθεί και πως οι προϋποθέσεις στο πραγματικό κοινωνικό σύστημα έχουν ήδη συμπληρωθεί. Αυτό που λείπει και δεν είναι καθόλου εύκολο να πραγματοποιηθεί είναι η αφηρημενοποίηση-θεωρητικοποίηση της κεντρικής επαναστατικής στρατηγικής ιδέας (δηλαδή του επαναστατικού στρατηγικού δόγματος) και η κατανόησή του στην βάση της κοινωνίας.

* * *

Αποφεύγοντας την ανάλυση των παραδειγμάτων που υπάρχουν, θα κλείσω αυτό το κείμενο με ένα άλμα στις γενικές γραμμές της τακτικής στην οποία, κατά την γνώμη μου θα υποχρεωθεί εκ των πραγμάτων, ο κάθε ξεχωριστός άνθρωπος στο πλαίσιο της επαναστατικής στρατηγικής. Μιας στρατηγικής όμως (και εδώ βρίσκεται το άλμα) που προκύπτει από την εξέλιξη των κοινωνικών πραγμάτων σε οικουμενική κλίμακα:

Συμβαίνει σήμερα μια ραγδαία συνένωση των ξεχωριστών κοινωνιών σε μια οικουμενική κοινωνία, κατά συνέπεια η σύγκρουση που προκαλεί αυτή η ενοποίηση δεν μπορεί παρά να έχει, και αυτή, οικουμενική διάσταση. Ωστόσο η ένταξη των τοπικών και των επί μέρους συγκρούσεων στην παγκόσμια σύγκρουση, αν και ουσιαστικά έχει αρχίσει, δεν είναι και ούτε θα μπορούσε να είναι "ορατή" με τους όρους θεώρησης που ίσχυαν μέχρι σήμερα. Μπορεί οι επιτελείς να μιλάνε για τους κινδύνους μιας παγκόσμιας σύρραξης αλλά αυτό το κάνουν σαν μια απλή ανάγνωση της πείρας του παρελθόντος χωρίς να είναι σε θέση να αντιληφθούν το πραγματικό πρόβλημα στην σημερινή του ουσία και στην σημερινή του διάσταση.

Σήμερα ούτε μια συμμαχία επαναστατικών και δημοκρατικών δυνάμεων είναι δυνατή με κεντρικούς πολιτικούς όρους όπως στην δεκαετία του 1940, ούτε οι φασιστικές δυνάμεις του σύγχρονου άξονα είναι δυνατό να έχουν τα ίδια κοινά χαρακτηριστικά που είχαν οι δυνάμεις του άξονα της 2ης Παγκόσμιας Σύγκρουσης.

Τελικά, η αντίθεση που προκαλεί σήμερα τις συγκρούσεις θα είναι κατά βάθος πανομοιότυπη σε οποιαδήποτε κλίμακα, από την τοπικότητα μιας γειτονιάς μέχρι την παγκοσμιότητα της πλανητικής σφαίρας, αλλά οι δυνάμεις που θα παίρνουν μέρος σε κάθε σύγκρουση καθώς και η πλευρά της σύγκρουσης στην οποία θα παίρνουν μέρος θα ποικίλει από την μια περίπτωση στην άλλη.

Σε κάθε περίπτωση, ο κάθε ξεχωριστός αριστερός της κοινωνικής βάσης, θα αναγκαστεί να πάρει μέρος στην σύγκρουση και θα αναγκαστεί να χαράξει την προσωπική του τακτική, θα αναγκαστεί δηλαδή να αποφασίσει προσωπικά (μόνος του) σε ποια τοπική σύγκρουση θα πάρει μέρος και σε ποια θα αποφύγει να πάρει μέρος, με ποια πλευρά από θα συμπαραταχθεί και με ποια θα αντιπαραταχθεί. Στις σημερινές συνθήκες προκύπτουν τρείς βασικές αρχές για την ταχτική, αρχές που πηγάζουν από την επαναστατική στρατηγική.

1. Οι τοπικές και ειδικές επιμέρους συγκρούσεις προκύπτουν κατά τρόπο χαώδη, με μια τεράστια ποικιλία μορφών. Από την στιγμή όμως που μια σύγκρουση παρουσιάζεται γίνεται φανερό πως η μορφή της είναι αυστηρά καθορισμένη από τις τοπικές και τις ειδικές συνθήκες και το περιεχόμενό της είναι επίσης αυστηρά καθορισμένο, για όλων των ειδών τις συγκρούσεις πάνω στην επιφάνεια του πλανήτη και αυτός ο κοινός καθορισμός συνδέει τις επιμέρους συγκρούσεις σε μια παγκόσμιας έκτασης κοινωνική σύγκρουση.

Η αρχή που προκύπτει είναι πως ο κάθε αριστερός της κοινωνικής βάσης οφείλει να παρεμβαίνει με τους όρους που υπαγορεύει η μορφή της κάθε επιμέρους σύγκρουσης, η κατεύθυνση όμως της πράξης του οφείλει να συμβαδίζει με το οικουμενικά καθορισμένο περιεχόμενό της.

2. Το κοινό περιεχόμενο όλων των συγκρούσεων, ανεξαρτήτως μεγέθους και τοπικών ή ειδικών συνθηκών, είναι μια παραλλαγή της θεμελιώδους διαλεκτικής σχέσης ανάμεσα στην επαναστατική και την συντηρητική πλευρά της κοινωνίας χωρίς όμως αυτό να σημαίνει πως υπάρχει μια μηχανική διάκριση ανάμεσα στις δύο πλευρές.

Η αρχή που προκύπτει είναι πως ο κάθε αριστερός της κοινωνικής βάσης οφείλει να αναζητά στην κάθε συγκεκριμένη σύγκρουση την διαλεκτική αντίθεση επαναστατικότητας - συντηρητισμού, χωρίς να ξεγελιέται από την πολιτική αντιπαράθεση φασισμού - οπορτουνισμού που συνήθως εμφανίζεται.

3. Η διαλεκτική σχέση μεταξύ επαναστατικότητας και συντηρητισμού δεν είναι ανταγωνιστική σχέση, η έκβασή της δεν είναι η καταστροφή της μιας πλευράς και η επικράτηση της άλλης, είναι η υπέρβαση της παρωχημένης μορφής της μεταξύ τους αντίθεσης και το πέρασμα στην επόμενη φάση.

Η αρχή που προκύπτει είναι πως ο κάθε αριστερός της κοινωνικής βάσης οφείλει να επιδιώκει την πλήρη εκτύλιξη της διαλεκτικής αντίθεσης μεταξύ επαναστατικότητας και συντηρητισμού στο επίπεδο της έλλογης αντιπαράθεσης και να εμποδίζει με όλες του τις δυνάμεις την αναγωγή της πολιτικής σύγκρουσης σε μια ανταγωνιστική αιματηρή και καταστροφική σύγκρουση.

* * *

Ο προβληματισμός που εξέθεσα σ' αυτό το κείμενο δεν αποτελεί συνταγή για την στάση που πρέπει (ή που θα έπρεπε) να κρατήσει η σημερινή λεγόμενη "Αριστερά". Αυτή, η "Αριστερά", έχει ξοφλήσει οριστικά και αμετάκλητα σαν τρόπος οργάνωσης, που δεν επιτρέπει άλλο περιεχόμενο παρά τον εξουσιαστικό ανταγωνισμό. Ο προβληματισμός αυτός αφορά τις βασικές γραμμές της στρατηγικής που υπαγορεύεται εκ των πραγμάτων από την σημερινή δυναμική της κοινωνίας.

Η στρατηγική αυτή αντιστοιχεί στην επαναστατική τάση της κοινωνίας και προς το παρόν εκφράζεται στις σκέψεις και στις κινήσεις της οπορτουνιστικής πλευράς του εξουσιαστικού συστήματος που αντιστοιχούν στην επαναστατική πλευρά της κοινωνίας, αλλά αντιστοιχούν διαστρεβλώνοντας και όχι υλοποιώντας την πολιτική της έκφραση.

Η οπορτουνιστική διαστρέβλωση της πολιτικής έκφρασης της επαναστατικής πλευράς της ελληνικής κοινωνίας έχει περάσει σήμερα από την αμυδρή "ελπίδα" ότι μπορεί η ευρωπαϊκή εξουσιαστική πολιτική να "επιτρέψει" ένα "ξέφωτο" στην ελληνική κοινωνία, στον "σκεπτικισμό" για το αν μπορεί να υπάρξει ενιαία ευρωπαϊκή εξουσιαστική πολιτική. Ο "σκεπτικισμός" της ελληνικής οπορτουνιστικής Αριστεράς σχετικά με τις δυνατότητες της ευρωπαϊκής εξουσιαστικής πολιτικής, αποτελεί τον προάγγελο μιας αλλαγής κατεύθυνσης στην αναζήτηση της υπέρτερης εξουσίας στην οποία οι επιτελείς του ΣΥΡΙΖΑ θα δηλώσουν υποταγή. Προφανώς η στροφή προς τον ευρωπαϊσμό των "αριστερών" συνιστωσών του ΣΥΡΙΖΑ (και κυρίως της πρώην ΚΟΕ του Ρινάλντι) αποδεικνύεται φιάσκο που δεν μπορεί πλέον να συγκαλυφθεί. Ο "ευρωσκεπτικισμός" αποτελεί μια σανίδα διάσωσης του "γοήτρου" των στελεχών της πρώην ΚΟΕ που ακολούθησαν τον Ρινάλντι μέχρι και το παρόν φιάσκο.

Δεν μπορούμε να ξέρουμε αν η εγκατάλειψη του ευρωπαϊκού μεγαλοϊδεατισμού θα οδηγήσει τους "αριστερούς" του ΣΥΡΙΖΑ σε έναν ευρωπαϊκό "λικβινταρισμό" ή σε έναν υπερατλαντικό "αντιευρωπαϊσμό" πολύ απλά γιατί τα διαχωριστικά όρια μεταξύ των δυνάμεων του δυτικού διμετωπισμού και του παγκόσμιου διμετωπισμού (φασισμού οπορτουνισμού) είναι ρευστά. Καταστάσεις σαν αυτή της Ουκρανίας θα δημιουργηθούν σε όλες τις κοινωνίες του κόσμου. Χρειάζεται οπωσδήποτε μια σοβαρή μελέτη των τάσεων που υπάρχουν σε όλες τις κοινωνίες του κόσμου και κυρίως για την ελληνική κοινωνία χρειάζεται η μελέτη της πολιτικής γεωγραφίας του ευρωπαϊκού χώρου. Δυστυχώς οι άνθρωποι της κοινωνικής βάσης που έχουν γνώσεις που θα επέτρεπαν μια τέτοια μελέτη έχουν προσαρτηθεί στα παντός είδους επιτελεία επιζητώντας την προσωπική τους ανάδειξη.

Ωστόσο αν η συμφιλίωση στα μέτωπα των ιμπεριαλιστικών πολέμων, στην διάρκεια του Πρώτου Παγκοσμίου Πολέμου, αποδείχτηκε, κατ' αρχήν, εφικτή, η συνένωση σήμερα των ανθρώπων της κοινωνικής βάσης των διαφορετικών κοινωνιών της Ευρώπης ενάντια στο εξουσιαστικό σύστημα της κάθε κοινωνίας είναι αναγκαιότητα που δεν μπορεί να αποτραπεί.

Εν όψει μιας τέτοιας προοπτικής οι αρχές της επαναστατικής στρατηγικής που προσπάθησα να εκθέσω συνοπτικά θα μπουν αναγκαστικά στην θέση του "ευρωσκεπτικισμού" στην σκέψη και στην πράξη των ανθρώπων που θα αποτελούν τότε (όχι πολύ μακριά από σήμερα) την Αριστερά της Κοινωνικής Βάσης και έτσι η έκθεση αυτή, παρά τις συγγραφικές αδυναμίες της, ίσως δεν ήταν περιττή.