Πολιτική | ΣΕΛΙΔΕΣ ΚΡΙΤΙΚΗΣ | hits: 1706
Διάγγελμα του πρωθυπουργού:
το νέο έργο της πολιτικής σκηνής
άρθρο του Κωστή Παπαϊωάννου
Τριτ, 9 Φεβρ 2010

Την Τετάρτη, 3 Φεβρουαρίου 2010, ο πρωθυπουργός Γιώργος Παπανδρέου, με ύφος πολύ σοβαρό όπως πάντα, διάβασε ένα διάγγελμα με το οποίο εξέθετε στον ελληνικό λαό την άποψη της κυβέρνησής του για την "δεινή", όπως την παρουσίασε, θέση της χώρας μας και τα "δυσάρεστα μέτρα" που έχει σκοπό να πάρει η κυβέρνησή του για να την βελτιώσει. Αυτά είπε ο Πρωθυπουργός και έσπευσαν όλοι οι αρχηγοί των κομμάτων και οι αστέρες της τηλεόρασης να τα κρίνουν -- να τα εγκρίνουν ή να τα κατακρίνουν -- ανάλογα με την πολιτική του θέση ο καθένας, αλλά πάντως έσπευσαν όλοι να τα πάρουν τοις μετρητοίς. Κατά την άποψη που εκφράζεται εδώ, το διάγγελμα μαζί με τις αντιδράσεις σ' αυτό αποτελούν μια πολύ αντιπροσωπευτική σκηνή στο άκρως επικίνδυνο πολιτικό θέατρο που παίζεται τα τελευταία χρόνια, από τα επιτελεία όλων των κομμάτων και όλων των πολιτικών και παραπολιτικών οργανώσεων, σε βάρος πρώτα - πρώτα των ανθρώπων που είναι ενταγμένοι στις υποτιθέμενες οργανώσεις τους, μετά σε βάρος του τμήματος της κοινωνίας που υποτίθεται ότι εκπροσωπούν και τελικά σε βάρος του κοινωνικού σώματος.

Το περιεχόμενο του διαγγέλματος του Πρωθυπουργού δεν είχε κανένα ενδιαφέρον και άλλο τόσο ενδιαφέρον είχε το περιεχόμενο των απαντήσεων από τους αρχηγούς των κομμάτων. Όλοι ξέρουν τι ακριβώς θα πουν και με ποιό ακριβώς ύφος θα το πουν, πριν εμφανιστούν στην τηλεόραση τόσο ο πρωθυπουργός Παπανδρέου όσο και ο Σαμαράς, ο Καρατζαφέρης, η Παπαρήγα και ο πρόεδρος Τσίπρας. Αυτό που έχει ενδιαφέρον είναι η θέση, ολόκληρου του σετ των κομματικών εκφράσεων, στην προδιαγεγραμμένη πορεία του εξουσιαστικού συστήματος. Δεν έχει κανένα νόημα επομένως να αντιμετωπίσουμε το συγκεκριμένο διάγγελμα σαν μια ενεργητική (επιθετική) πολιτική, που καλώς ή κακώς επιδιώκει "να φορτώσει το βάρος της κρίσης στις πλάτες των εργαζομένων", όπως κάνουν οι αριστεροί επιτελείς του εξουσιαστικού συστήματος. Το διάγγελμα αποτελεί μια έκφραση της αμηχανίας των χειριστών του συστήματος μπροστά στο αδιέξοδο της πολιτικής κρίσης στην οποία έχουν περιέλθει, είναι μια συντονισμένη απόπειρα όλων μαζί των επιτελών του εξουσιαστικού συστήματος να τρομοκρατήσουν την κοινωνία για να κρύψουν τον δικό τους πανικό και σαν τέτοιο οφείλουμε να το αντιμετωπίζουμε.

Το διάγγελμα που κατάφερε να αναστατώσει, όπως ακριβώς επεδίωκε, την κοινωνική βάση (χάρη στην υποστήριξη του Σαμαρά και του Καρατζαφέρη και χάρη στην αντιπολίτευση του Τσίπρα και της Παπαρήγα), αποτελεί ένα εξαιρετικό παράδειγμα της αμήχανης φασιστικής κουτοπονηριάς στην οποία οδηγούνται, θέλοντας και μη, οι επιτελείς του εξουσιαστικού συστήματος. Η κουτοπονηριά του διαγγέλματος έγκειται στις απαράδεκτα φτηνές δικαιολογίες με τις οποίες η κυβέρνηση Παπανδρέου επιστρέφει στον αναγκαστικό δρόμο που οδήγησε την κυβέρνηση Καραμανλή στην χρεοκοπία. Η αμηχανία του διαγγέλματος παράγεται από την γνώση όλων ότι κανένα μέτρο δεν μπορεί να γλυτώσει το σύστημα από αυτή την αδιέξοδη κρίση. Και τέλος, το κυριότερο, ο φασιστικός χαρακτήρας του έγκειται στην συνεχιζόμενη προσπάθεια να παρουσιάζεται η σύμφυτη στο εξουσιαστικό σύστημα κρίση εξουσίας σαν συγκυριακή δυσχέρεια, στην πολιτική και στην οικονομική λειτουργία του συστήματος. Με την ελπίδα ότι θα ενισχυθεί έτσι η υποχρεωτική για τον συντηρητισμό αυταπάτη και η εξ αυτής εξαπάτηση της κοινωνίας ότι η κρίση εξουσίας μπορεί να θεραπευτεί με αποφασιστικά, σκληρά και δυσάρεστα, αλλά οπωσδήποτε "δίκαια" οικονομικά και πολιτικά μέτρα.

Κατά το διάγγελμα, η δυσχερής θέση στην οποία έχει περιέλθει η ελληνική εξουσία, στις σχέσεις της με την εξουσία των Βρυξελών, δεν οφείλεται στην προφανή χρεωκοπία του ίδιου του ευρωπαϊκού εξουσιαστικού πειράματος, στο οποίο η ίδια η ελληνική εξουσία είναι από την αρχή, με το αζημίωτο, έρμαιο αλλά σε επίσης συγκυριακές τάσεις κερδοσκοπίας, θεραπεύσιμες επομένως με σκληρά αλλά "δίκαια" (δηλαδή φασιστικά) ευρωπαϊκά μέτρα. Είναι φανερό ότι ο Σαμαράς και ο Καρατζαφέρης έχουν την αυταπάτη ότι με τα σκληρά μέτρα μπορεί να γλυτώσει το σύστημα. Και από την άλλη μεριά ο Τσίπρας τυφλωμένος από την προσωπική δόξα του κοινοβουλίου και η Παπαρήγα, παλιά καραβάνα του δεξιού (αλλά με αριστερό ύφος) οπορτουνισμού, είναι οι εκ των ουκ άνευ στην επιτυχία της απάτης. Μπορεί να λένε στα λόγια ότι για την κρίση "φταίει ο καπιταλισμός" αλλά αμέσως πιο κάτω λένε ότι αρκεί ο "καπιταλισμός να πληρώσει για την κρίση του" για να ζήσουμε εμείς καλά και αυτοί καλύτερα. Βεβαίως η στάση των αριστερών κομματικών επιτελών απέναντι στην κυβερνητική πολιτική αποτελεί ένα ιδιαίτερο ζήτημα για μελέτη.

Για να ξαναγυρίσουμε στο διάγγελμα του Γιώργου Παπανδρέου, αυτό, αφού κωδικοποίησε την διεθνή, γενική συντηρητική άποψη για την κρίση, επιχείρησε, με βάση αυτήν την κωδικοποίηση να κατασκευάσει ένα τεχνητό έδαφος για την εσωτερική κοινωνική αντίθεση επαναφέροντας την έννοια των "εχόντων και κατεχόντων" που εισήγαγε στην εξουσιαστική πολιτική γλώσσα ο προκάτοχός του στο ΠΑΣΟΚ ο Κώστας Σημίτης. Μια γλώσσα στην οποία ο Παπανδρέου ξέρει, και σίγουρα ξέρουν οι σύμβουλοί του, ότι τσιμπάνε όλοι, από τους φωστήρες του ΛΑΟΣ μέχρι τους αναρχομπάχαλους των Εξαρχείων. Η ιδέα των εχόντων και κατεχόντων, που πρέπει να επωμιστούν τα βάρη του κρατικού μηχανισμού, είναι η βάση της κρατικής έκφρασης του φασισμού. Ο πόλεμος κατά της πλουτοκρατίας, που άλλωστε παραμένει σε μεγάλο βαθμό (και σήμερα σε πολύ μεγαλύτερο βαθμό από την εποχή του Χίτλερ και Μουσολίνι) ρητορικός, κολακεύει την μικροαστική ανωριμότητα της κοινωνίας, εξαγριώνει τα εξαθλιωμένα στρώματα του πληθυσμού και αποτελεί την ιδεολογική βάση για την στρατολογία των τελευταίων στους άτυπους μηχανισμούς βίας με τους οποίους αποπειράται να χειριστεί την κοινωνία.

Αυτή η "λογική" της δίκαιας κατανομής των βαρών είναι η πιο επικίνδυνη πλευρά της πολιτικής της οποίας έκφραση αποτελεί το διάγγελμα. Εξ άλλου σαν πολιτικός λόγος το διάγγελμα του Πρωθυπουργού ήταν εξαιρετικά χαμηλής ποιότητας, αντάξιος της τηλεοπτικής δημοκρατίας μέσα στο πλαίσιο της οποίας παράγεται και την οποία επιχειρεί να προσανατολίσει ο πολιτικός λόγος. Οι εξηγήσεις που πρόσφερε για την κατάσταση της χώρας ήταν φαιδρές και τα μέτρα που εξήγγειλε ήταν μέρος μιας παιγνιώδους στρατηγικής επί χάρτου, που σύγκειται σε κινήσεις τακτικής που δεν εντάσσονται σε κανέναν πραγματικό στρατηγικό στόχο εκτός από την τρομοκράτηση της κοινωνίας. Το διάγγελμα του πρωθυπουργού είχε εκ των πραγμάτων ένα μοναδικό νόημα: να κρατηθεί η πολιτική αντιπαράθεση μέσα στα όρια του υπάρχοντος εξουσιαστικού πλαισίου, να παραταθεί δηλαδή όσο γίνεται περισσότερο, όχι η ζωή, αλλά η άχρηστη και επικίνδυνη παρουσία στην ζωή ενός κλινικά νεκρού εξουσιαστικού συστήματος.

Με το διάγγελμά του ο πρωθυπουργός δεν πρότεινε καμιά λύση για την βελτίωση της θέσης της ελληνικής επαρχίας μέσα στο ευρωπαϊκό οικονομικό σύστημα. Κανείς άλλωστε δεν θέλει να πάψουν οι ευρωπαϊκές κοινωνίες να ζουν με δανεικά ή να αποβληθούν από την Ευρωπαϊκή Ένωση. Αυτό που θέλουν όλοι είναι να διατηρήσουν στην ευρωπαϊκή αγορά την ισορροπία του τρόμου ανάμεσα στους τοκογλύφους και στους οφειλέτες τους, ώστε να μπορούν να διαπραγματευτούν με καλύτερους όρους με τους ανταγωνιστές τους στην παγκόσμια αγορά.

Ως προς την εξωτερική πολιτική, το διάγγελμα πρότεινε ουσιαστικά να χρηματοδοτήσουν οι ευρωπαίοι τοκογλύφοι ενα ακόμα πείραμα πολιτικής επιβίωσης του δικού τους εξουσιαστικού συστήματος, μέσα στην θύελλα της κρίσης. Η πρόταση του πρωθυπουργού προς τα έξω ήταν μάλλον ρητορική. Η πρόταση είχε εκ των προτέρων γίνει δεκτή, πάντα με το γνωστό γελοίο, δήθεν αυστηρό ύφος των επιτελών της ευρωπαϊκής εξουσίας. Δεν φαντάζεται κανείς σ' αυτή την χώρα ότι θα τολμούσε ο Πρωθυπουργός να αναγνώσει ένα διάγγελμα που δεν θα είχαν εγκρίνει και ουσιαστικά δεν θα είχαν υπαγορεύσει οι ίδιοι οι Ευρωπαίοι "εταίροι".

Ως προς την εσωτερική πολιτική που άλλωστε ενδιαφέρει τόσο την ελληνική κοινωνία όσο και την ευρωπαϊκή εξουσία, το διάγγελμα του Πρωθυπουργού πρότεινε το επόμενο έργο στο δραματολόγιο της ελληνικής πολιτικής σκηνής. Μετά από τον πόλεμο των σκανδάλων, την εκστρατεία δηλαδή των σκανδαλοθηρών εναντίον των σκανδαλοποιών, το διάγγελμα εξήγγειλε τον πόλεμο του πλούτου, την εκστρατεία δηλαδή αυτών που υπομένουν την "δίκαια" τιμωρία και πληρώνουν το μέρος του προστίμου που τους αναλογεί εναντίον αυτών που προσπαθούν να διαφύγουν. Η πρόταση του πρωθυπουργού προς τα μέσα έγινε επίσης αποδεκτή με φανερό ή κρυφό ενθουσιασμό από όλες τις πλευρές της πολιτικής σκηνής.

Στην δεξιά πλευρά της πολιτικής σκηνής οι επιτελείς τρίβουν τα χέρια τους φανερά, αφού η κυβέρνηση ξεκολλάει επιτέλους από τις "σοσιαλιστικές" αναστολές της και ξεκινάει τα "σκληρά" μέτρα εναντίον της ελληνικής κοινωνίας. Στην αριστερή πλευρά δεν τρίβουν τα χέρια τους φανερά, ο ενθουσιασμός τους όμως δεν κρύβεται, γιατί το νέο θεατρικό έργο, τους προσφέρει τον ρόλο μιας εύκολης και ανέξοδης υποκρισίας ενάντια στην κοινωνική αδικία. Για να μιλάμε έξω από τα δόντια το νόημα του έργου που παίζεται στην πολιτική σκηνή βρίσκεται στην προσπάθεια να ισορροπήσει, με εξουσιαστικούς όρους, ο συντηρητισμός με την επαναστατικότητα. Για σήμερα όμως εξουσιαστικοί όροι σημαίνουν την ισορροπία ανάμεσα σε έναν σάπιο συντηρητισμό και σε μια ευνουχισμένη επαναστατικότητα. Σημαίνει σε τελευταία ανάλυση την κατασκευή και την συνεχή προσαρμογή στα εξελισσόμενα δεδομένα μιας νέας εξουσιαστικής Δεξιάς και μιας νέας εξουσιαστικής Αριστεράς.

Και ναι μεν οι αριστεροί επιτελείς τύπου Τσίπρα και Παπαρήγα είναι πρόθυμοι να παίζουν την τραμπάλα με τους δεξιούς επιτελείς αλλά η Αριστερά είναι και παραμένει η κρίσιμη πλευρά του σκηνοθετικού έργου. Όταν οι αριστεροί επιτελείς του συστήματος καταφέρνουν να παίζουν σωστά τον ρόλο τους ώστε να κρατούν το ενδιαφέρον της κοινωνίας σ' αυτό το απατηλό και αδιέξοδο εξουσιαστικό παιχνίδι, η Αριστερά είναι άχρηστη στον ρόλο της. Όταν η κοινωνία ζωηρεύει και προκαλεί την όξυνση της Αριστερής Πολιτικής τότε οι μεν αριστεροί επιτελείς ανησυχούν για την θέση τους στο γενικό εξουσιαστικό επιτελείο οι δε γενικοί επιτελείς φοβούνται (δικαιολογημένα) την ανατροπή της ισορροπίας και ανακαλούν τις αριστερόστροφες αποφάσεις τους. Τα πράγματα επομένως δεν είναι τόσο εύκολα όσο φαίνονται ούτε για την Δεξιά ούτε για την Αριστερά και ο ενθουσιασμός τους (φανερός και κρυφός) γρήγορα θα τους βγει ξινός.

Στο επίπεδο της υλικής αφθονίας που επικρατεί σήμερα, με τα αγαθά να συσσωρεύονται στις βιτρίνες ή στις χωματερές, ακόμα και με το απλοϊκό επίπεδο πολιτικής σκέψης το οποίο καταφέρνουν να διατηρούν, η μιζέρια της πολιτικής εξουσίας δεν γίνεται αποδεκτή ούτε από την συντηρητική ούτε από την επαναστατική πλευρά της ελληνικής κοινωνίας. Από την άλλη μεριά το φλέγον πρόβλημα της ελληνικής κοινωνίας είναι η οριστική υπαγωγή της ελληνικής αριστεράς σε όλες τις διακυμάνσεις του εξουσιαστικού συστήματος. Τόσο στο ΚΚΕ όσο και στον ΣΥΡΙΖΑ τα επιτελεία καταφέρνουν να ξεπερνούν ακόμη και να κρύβουν, μέχρι σήμερα, τις εσωτερικές αντιδράσεις και να προσαρμόζουν τον τελικό πολιτικό τους λόγο στα σενάρια που τους υπαγορεύουν οι γενικοί επιτελείς του εξουσιαστικού συστήματος. Εξαιρετικά επικίνδυνο είναι το γεγονός ότι το επιτελείο του ΚΚΕ καθαρά και ξάστερα υιοθετεί την φασιστική ρητορεία κατά της πλουτοκρατίας και τα επιτελεία του ΣΥΡΙΖΑ ακολουθούν το ΚΚΕ και συμμετέχουν στην διαμόρφωση ενός κλίματος που διευκολύνει τις συντηρητικές όσο και τις ψευτοεπαναστατικές εκδοχές του φασισμού.

Η λύση όμως του πολιτικού προβλήματος της ελληνικής κοινωνίας δεν πρόκειται θα κριθεί από τις εμπνεύσεις των γενικών επιτελείων της εξουσίας αλλά από την ταχύτητα εκσυγχρονισμού της κοινωνικής συνείδησης και την κατανόηση του τρόπου με τον οποίο τίθεται σήμερα το ζήτημα των κοινωνικών σχέσεων από την πολιτική άποψη. Βεβαίως ο εκσυγχρονισμός της κοινωνικής συνείδησης δεν είναι εύκολο πράγμα. Απαιτεί σήμερα αντίθετα από ότι στο παρελθόν την έμπρακτη απόρριψη κάθε μορφής εξουσιαστικής σχέσης. Για μια κοινωνία στην οποία οι εξουσιαστικές σχέσεις έχουν μια ζωή 4.000 ετών αυτή η απόρριψη αποτελεί ένα συνειδησιακό άλμα στο απόλυτο κενό.

Την δεξιά την συντηρητική πλευρά του θεατρικού θεάματος που σκηνοθετεί το διάγγελμα του Πρωθυπουργού μπορεί πολύ εύκολα να την απορρίψει ο άνθρωπος της κοινωνικής βάσης, και ο δεξιός και ο αριστερός, και ο συντηρητικός και ο επαναστάτης. Αυτό που είναι δύσκολο και για τους δύο είναι να απορρίψουν και την δήθεν αριστερή πλευρά, την δήθεν επαναστατική πλευρά. Είναι δύσκολο με άλλα λόγια να απορρίψει η κοινωνία το πραγματικό δικομματικό θέατρο ανάμεσα σε μια δήθεν συντηρητική πολιτική παράταξη και σε μια δήθεν επαναστατική πολιτική παράταξη. Είναι δύσκολο να κάνει η κοινωνία μια καινούρια αρχή, για πρώτη φορά στην ιστορία της, στο δικό της δημιουργικό θέατρο, στο θέατρο των πραγματικών εσωτερικών αντιθέσεων ανάμεσα στην συντήρηση και στην αλλαγή. Να εκδραματίσει τις αντιθέσεις της, έστω και αιματηρά αλλά χωρίς αντιπροσώπους και μεσάζοντες. Όσο δύσκολος και επώδυνος και αν είναι αυτός ο δρόμος, άλλος δρόμος δεν υπάρχει: αυτός είναι ο μοναδικός.