Παιδεία | ΣΕΛΙΔΕΣ ΚΡΙΤΙΚΗΣ | hits: 1579
Παιδεία: Το σημερινό πανεπιστήμιο
άρθρο του Κωστή Παπαϊωάννου
Τριτ, 13 Φεβρ 2007

Σε προηγούμενο κείμενο για την παιδεία, με τίτλο «Αντιθέσεις και Αντιφάσεις στον Πανεπιστημιακό χώρο», εκτέθηκαν ορισμένες σκέψεις πάνω στην οξύτατη πολιτική αντιπαράθεση που δημιούργησε η επιχειρούμενη, εκ μέρους της κυβέρνησης αναδιάρθρωση του εκπαιδευτικού συστήματος. Υποστηριζόταν, σ' αυτό το κείμενο, πως η βιαιότητα με την οποία εκφράζονται οι πολιτικές διαφορές σχετικά με το ζήτημα της παιδείας υπογραμμίζουν την προφανή σοβαρότητα του προβλήματος αλλά, και ακριβώς γι αυτό, τα εμπλεκόμενα μέρη αποφεύγουν να θίξουν την ουσία του. Επειδή έχει γίνει πια φανερό ότι η κατάσταση στον χώρο της παιδείας θα αλλάξει έτσι και αλλιώς, όλοι αυτοί που εμπλέκονται στον ακαδημαϊκό η πολιτικό ανταγωνισμό του πανεπιστημιακού χώρου, προσπαθούν να αποκρύψουν ότι η ουσία του προβλήματος είναι ακριβώς ο ανταγωνισμός, προκειμένου να διαφυλάξουν τις θέσεις τους ή να εξυπηρετήσουν τις φιλοδοξίες τους.

Το προηγούμενο κείμενο λοιπόν αποτελούσε μια απόπειρα να παρουσιαστεί η πολιτική αντιπαράθεση που ξεπήδησε από το πρόβλημα της παιδείας. Το παρόν κείμενο αποτελεί μια απόπειρα σύνδεσης αυτής της πολιτικής αντιπαράθεσης με την ουσία του προβλήματος της παιδείας, έτσι ώστε να φωτιστεί από το σημείο βεβαίως που βλέπει ο γράφων, το σημερινό πανεπιστήμιο. Το παρόν κείμενο κυκλοφορεί εσπευσμένα καθώς οι εξελίξεις προλαβαίνουν πάντα την ικανότητα του γράφοντος. Δημοσιεύεται όμως γιατί όπως δείχνουν τα πράγματα, οι απολογισμοί της "νίκης" κατά της αναθεώρησης του άρθρου 16, θα είναι ακόμα πιο αποπροσανατολιστικός από τα αγωνιστικά σαλπίσματα εναντίον του. Δημοσιεύεται το κομμάτι που αφορά την έλλειψη εκφρασμένης κοινωνικής θεωρίας γενικά αλλά με αφορμή την αναταραχή στον πανεπιστημιακό χώρο. Ένα δεύτερο κομμάτι του που αφορά την θέση του πανεπιστημίου μέσα στην παρούσα κοινωνική συγκρότηση, θα δημοσιευτεί μόλις τελειώσει.

Πανεπιστήμιο και κοινωνική θεωρία

Για κάθε προσέγγιση του ζητήματος της παιδείας είναι απαραίτητες προϋποθέσεις μια αντίληψη για τη θέση του εκπαιδευτικού συστήματος μέσα στο όλο κοινωνικό σύστημα και μια αντίληψη για την εξέλιξη του εκπαιδευτικού συστήματος μέσα στο πλαίσιο του εξελισσόμενου κοινωνικού συστήματος. Με άλλα λόγια αντίθετες απόψεις, που αφορούν γενικά το πρόβλημα της παιδείας αλλά και τις λεπτομέρειες του, έχουν σαν αφετηρία αντίθετες απόψεις περί της λειτουργίας και της εξέλιξης της κοινωνίας, δηλαδή αντίθετες κοινωνικές θεωρίες. Στην τρέχουσα αντιπαράθεση όμως καμιά από τις εμπλεκόμενες πλευρές δεν αναφέρεται στην θεωρία. Αναφέρεται το πολύ σε κάποιες γενικές αξίες οι οποίες μάλιστα καταντήσει αμφιβόλου ισχύος. Αλλά και από την άλλη μεριά κανείς δεν κάνει τον κόπο να εξηγήσει ούτε πώς και γιατί οι προτάσεις του θα υπηρετήσουν τις αξίες που θεωρούνται ισχύουσες, ούτε γιατί οι αξίες αυτές αφού θεωρούνται ισχύουσες δεν εφαρμόζονται, αλλά και ούτε ποια κοινωνική δύναμη θα μπορούσε να εγγυηθεί την εφαρμογή τους. Ο εκσυγχρονισμός για παράδειγμα υποτίθεται ότι αποτελεί μια τέτοια αξία όπως και τα λεγόμενα κοινωνικά δικαιώματα υποτίθεται ότι επίσης αποτελούν αυτονόητες αξίες. Ούτε η κυβέρνηση όμως εξηγεί με βάση ποια θεωρία η αναθεώρηση του άρθρου 16 και η συνταγματικά ρητή ένταξη της παιδείας στην αγορά, θα εξασφαλίσει περισσότερο τον εκσυγχρονισμό από όσον τον έχουν εξασφαλίσει ήδη τα φροντιστήρια και τα ιδιωτικά επαγγελματικά εκπαιδευτήρια, ούτε το πανεπιστημιακό κατεστημένο εξηγεί με βάση ποιά θεωρία η διατήρησή μιας προφανώς ατελέσφορης συνταγματικής απαγόρευσης θα διασφαλίσει τα κοινωνικά δικαιώματα σε σχέση με την παιδεία. Τελικά αν η έλλειψη κοινωνικής θεωρίας σε όλους του κλάδους της επιστήμης (ιστορία, πολιτική επιστήμη, κοινωνιολογία αλλά και γεννητική, πληροφορική, ακόμα και την χημεία και την αστρολογία) είναι σοβαρό εμπόδιο στην περαιτέρω ανάπτυξη τους, η έλλειψη μιας κοινωνικής θεωρίας στην οποία να βασιστεί ο προβληματισμός για τον ακαδημαϊκό χώρο, οδηγεί στην ουσιαστική κατάρρευσή του. Η αναπόφευκτη, κατά φαινόμενα, άμεση και ρητή σύνδεση της παιδείας με την αγορά, άσχετα από την αναθεώρηση του συντάγματος, θα επιφέρει ασφαλώς κάποιες εκσυγχρονιστικές αλλαγές αλλά αφενός μεν, ακόμα κι αν ακόμα κυριαρχήσει η αγορά με την μυθική δύναμη που της αποδίδεται, δεν είναι καθόλου βέβαιο ότι θα αποφευχθεί η κατάρρευση. Αντίθετα είναι σχεδόν προφανές ότι οι εκσυγχρονιστικές αλλαγές που επιφέρει η κυριαρχία της αγοράς, είναι στην ουσία τους εκφυλιστικές και άρα είναι ακριβώς αυτές που επιταχύνουν την κατεδάφιση.

Με άλλα λόγια ο εκσυγχρονισμός του γενικού κοινωνικού συστήματος αλλά και των κοινωνικών υπο-συστημάτων που είναι οι οργανώσεις και οι θεσμοί, έχουν μια πλευρά ωρίμανσης αλλά έχουν ταυτόχρονα και μια πλευρά εκφυλισμού. Το πανεπιστήμιο, όπως υπάρχει σήμερα, με την μορφή που έχει πάρει από την εποχή του διαφωτισμού, έστω και με την ανανέωση που του επέφερε ο Μάης του 68, δεν έχει κανένα περιθώριο άλλης ωρίμανσης. Ούτε ο ανταγωνισμός στον οποίο στηρίζεται έχει καμιά σχέση με την ευγένεια της άμιλλας που προϋποθέτει ο διαφωτισμός, ούτε μια αφηρημένη ηθική δεοντολογία εν ονόματι της οποίας ασκείται ο κεντρικός έλεγχος διασφαλίζεται από την αστική τάξη που "διαχειρίζεται" την αστική πολιτεία. Είτε μέσα είτε έξω από την αγορά (ακριβέστερα είτε άμεσα είτε έμμεσα συνδεδεμένος με την αγορά) ο αστικός ακαδημαϊσμός έχει περάσει οριστικά και αμετάκλητα στο στάδιο του εκφυλισμού. Η όποια υγιής εκδήλωση υπάρχει σήμερα (και δεν είναι λίγες οι υγιείς εκδηλώσεις) στα φαινόμενα του πανεπιστημίου δεν οφείλεται στις αρχές του αστικού εκπαιδευτικού συστήματος που ισχύουν αλλά ούτε και στην υποτιθέμενη "αντίσταση" σ' αυτές. Οφείλεται στην άρνηση και των δύο πλευρών αλλά και στην άρνηση της αντίθεσης μεταξύ τους. Ένα μόνο θετικό θα προσφέρουν επομένως η αμήχανη προσπάθεια για μεταρρύθμιση της παιδείας, και μαζί το υποτιθέμενο αντίδοτό της, αλλά πραγματικό δίδυμό της, που είναι η παρωχημένη υπεράσπιση του δημόσιου και δωρεάν χαρακτήρα της. Θα δώσουν την ευκαιρία σε κάθε ενδιαφερόμενο να κατανοήσει την ορατή διαδικασία της πτώσης του αστικού παιδευτικού συστήματος και την ανάδυση ενός άλλου πρωτόγνωρου σχήματος παιδείας. Με άλλα λόγια, η παρούσα αντιπαράθεση, όσο αποπροσανατολιστική και αν είναι για το κοινωνικό σύνολο, δεν μπορεί παρά να συμβάλει στον σχηματισμό μιας νέας θεωρίας για την παιδεία, η οποία θα βγει στο φως του ρητού λόγου και θα αντικαταστήσει την αόριστη, πολυπαραφωνική θεωρία (για την οποία θα γίνει λόγος αργότερα σ' αυτό το κείμενο ή στην συνέχειά του) βάσει της οποίας σκέφτονται οι πλευρές που αντιμάχονται σήμερα (και) στο πεδίο του πανεπιστημίου.

Πρέπει να υπογραμμιστεί συνεπώς ότι το κενό θεωρίας που διαπιστώνεται σήμερα, δεν υπάρχει ανάμεσα στα δύο παρωχημένα θεωρητικά σχήματα που αντιτίθενται, τα οποία σημειωτέον δεν αποτελούν θεωρίες αλλά υποκατάστατα θεωρίας. Και αφού το κενό δεν υπάρχει ανάμεσα στα δύο υπάρχοντα σχήματα δεν μπορεί και να καλυφθεί από τον συγκερασμό τους όπως προσπαθούν οι παράγοντες της πολιτικής και πανεπιστημιακής εξουσίας. Το κενό θεωρίας υπάρχει ανάμεσα στα δυό αυτά σχήματα, μαζί παρμένα, που στην αντίθεσή τους αποτελούν έκφραση της παρωχημένης αστικής κοινωνικής θεωρίας, και σε μια θεωρία που όπως ήδη ειπώθηκε δεν έχει σχηματιστεί ακόμα ρητά, είναι όμως ήδη αποκρυσταλλωμένη -- πριν ακόμα υπάρξει ως ρητή θεωρία -- στην κοινωνική λειτουργία. Πρέπει επίσης να υπογραμμιστεί πως το γεγονός ότι σήμερα δεν προβάλλεται ρητά η θεωρητική βάση πάνω στην οποία εκτυλίσσεται η κοινωνική δράση και πάνω στην οποία, στηρίζονται τα διάφορα θεωρήματα ευκαιρίας που προβάλλονται, δεν σημαίνει καθόλου ότι πίσω από την δράση αυτή δεν υπάρχει μια άρρητη αλλά και εντελώς παρωχημένη θεωρία. Θεωρία που είτε απλά δεν ομολογείται ανοιχτά, είτε δεν συνειδητοποιείται καν, από κοινωνικά άτομα που ανήκουν σε δύο κατηγορίες κοινωνικών θέσεων: Στην πρώτη κατηγορία ανήκουν οι πολυάριθμοι διεκδικητές της ακαδημαϊκής και πολιτικής εξουσίας που δεν μπορούν να προβάλουν την θεωρία τους αφού αυτή δεν είναι παρά ένας μπούσουλας στον άθλιο και εξοντωτικό ατομικό ανταγωνισμό τους. Στην δεύτερη κατηγορία ανήκουν αυτοί που δεν συνειδητοποιούν την ύπαρξη μιας επικίνδυνα παρωχημένης θεωρίας πίσω από την καθημερινή πρακτική, επειδή είτε θεωρούν σαν "αναγκαίο κακό" τον ανταγωνισμό, είτε επειδή δεν αναζητούν μια άλλη θεωρία, ελπίζοντας ότι η ανομολόγητα υπάρχουσα μπορεί κουτσά στραβά να φωτίσει το δρόμο προς κάποια κοινωνική ισορροπία. Πρέπει τέλος να τονιστεί ότι στην πρώτη κατηγορία ανήκουν σήμερα όχι μόνο αυτοί που συμμετέχουν στην κορυφή του παραδοσιακού πυραμιδικού σχήματος της εξουσίας, δηλαδή στον κυβερνητικό μηχανισμό και στις ακαδημαϊκές αρχές ή σ' αυτό που λεγόταν στον "υπαρκτό" σοσιαλισμό, νομενκλατούρα! Είναι και μια πληθώρα διψασμένων για εξουσία που βρίσκονται στις κορυφές των πολυάριθμων άτυπων μικρών "πυραμίδων" των μη κυβερνητικών οργανώσεων και των λεγομένων πολιτικών και κοινωνικών κινημάτων. Οι πυραμίδες αυτές φυτρώνουν, κάθε μέρα και περισσότερες, με το λίπασμα των εκλογικών επιδοτήσεων στα πρώτα και των ευρωπαϊκών χρηματοδοτήσεων στα δεύτερα, μέχρι και στα πιο χαμηλά της κοινωνικής βάσης.

Αν όμως η συνείδηση των ανθρώπων εκσυγχρονίζεται υπό προϋποθέσεις, η πρακτική τους, εκσυγχρονίζεται αναγκαστικά ξεπερνώντας και τις συνειδήσεις και την παρωχημένη θεωρία, ακόμα και αν το ξεπέρασμα αυτό συνοδεύεται με δυστυχία ακόμα και με ροή αίματος. Αυτό ισχύει πολύ περισσότερο καθώς ο παράλληλος με την αγορά εκσυγχρονισμός της, η προσγείωση δηλαδή στην ζωντανή υλική πραγματικότητα (στην αδήριτη πραγματικότητα του διαδικτύου για παράδειγμα) αποκτά όλο και μεγαλύτερη σημασία για την επιβίωση των ανταγωνιζόμενων στις κορυφές του κοινωνικού συστήματος. Η θεωρία την οποία η ίδια η κοινωνική πρακτική υπαινίσσεται πριν ακόμα αυτή καταστεί αναγκαστικά ρητή, αποτελεί την άρνηση της αστικής θεωρίας. Η δυσκολία της κατανόησης έγκειται στο γεγονός ότι αυτή η πρακτική παρακινείται και τελικά επιβάλλεται από την ίδια την αγορά της οποίας οι "νόμοι" -- που άλλωστε τους υμνεί και τους υπηρετεί ο αίρων τις αμαρτίες του κόσμου νεοφιλελευθερισμός -- βρίσκονται στην καρδιά της αστικής θεωρίας. Δεν μπορεί να γίνει κατανοητό με άλλα λόγια πώς είναι δυνατό η αγορά (προσωποποιημένη και δαιμονοποιημένη από τους δήθεν αντίπαλους του καπιταλισμού) να σκάβει τον λάκκο της μέσα από την ίδια την ανάπτυξή της. Υπάρχουν αρκετές εκφράσεις στην πολιτική αντιπαράθεση του παρελθόντος, από την Μαρξική "η αστική τάξη γεννάει τον νεκροθάφτη της" μέχρι την λενινική "ο καπιταλισμός πριονίζει το κλαδί που πάνω του κάθεται", που θα μπορούσαν να βοηθήσουν στην κατανόηση του αυτού του "παράδοξου". Με βάση την οικονομία της ιστορίας όμως μπορεί να γίνει εντελώς λογική, και άρα εντελώς κατανοητή, η τυφλότητα -- ηθελημένη στην πρώτη κατηγορία αθέλητη στην δεύτερη -- με την οποία αντιμετωπίζονται οι εξελίξεις της κοινωνικής λειτουργίας και η δυσχέρεια της κοινωνικής βάσης, η παραποιημένη -- και πολλές φορές παρανοϊκή -- ανάγνωση των εντελώς ευανάγνωστων νοημάτων αυτών των κοινωνικών εξελίξεων. Κι αυτό παρ' όλο που μέσα από την βάση προκύπτουν και οι αρμόδιοι για την ανάγνωση εκ μέρους της κοινωνικής βάσης. Το σχήμα της κατάταξης των κοινωνικών υποκειμένων, σε δύο κατηγορίες προτείνεται πιο πάνω ως κατάλληλο να εξηγήσει την αδράνεια στον εκσυγχρονισμό της κοινωνικής συνείδησης. Δεν είναι ωστόσο παρά ένα σχήμα. Δεν μπορεί να χρησιμοποιηθεί για την κριτική της προσωπικής στάσης και δράσης των μεμονωμένων ατόμων. Στην κάθε συγκεκριμένη περίπτωση -- είτε αυτή τυπικά ανήκει στα ψηλά των εξουσιαστικών πυραμίδων είτε ανήκει στα χαμηλά της κοινωνικής βάσης -- οι μεμονωμένες προσωπικότητες διαμορφώνονται με βάση ένα μείγμα των δύο ακραίων στάσεων που περιγράφονται.

Η τελευταία παρατήρηση αφορά στην καθαρότητα με την οποία εντάσσονται τα κοινωνικά υποκείμενα σε κατηγορίες και επομένως αφορά στην προφανή ανεπάρκεια της θεωρίας των κοινωνικών ταυτοτήτων που αναπτύχθηκε για να αντικαταστήσει την μαρξική ιδέα του υλιστικού καθορισμού της κοινωνικής συνείδησης. Πριν αφήσει λοιπόν κανείς το ζήτημα της έλλειψης θεωρίας για να περάσει στην εξέταση της πραγματικής κατάστασης όπως αυτή διαμορφώνεται σήμερα στον χώρο της παιδείας, οφείλει μια αναφορά σε μια σοβαρή παρανόηση σχετική με την ίδια την έννοια της θεωρίας. Θεωρία είναι ένα αφηρημένο σχήμα με βάση το οποίο εξετάζονται και ερμηνεύονται τα φαινόμενα που ενδιαφέρουν την συγκεκριμένη θεωρία. Καθόλου δεν είναι θεωρία το άθροισμα των γνώσεων πάνω σε μια σειρά από φαινόμενα ή ακόμα και η ολοκλήρωσή τους σε μια γενική γνώση. Σύμφωνα με αυτή την άποψη μια κοινωνική θεωρία δεν μπορεί να είναι ένα άθροισμα ή ένα σύνολο γνώσεων -- πολύ λιγότερο ένα συνονθύλευμα γνώσεων -- και ακόμη λιγότερο ένα άθροισμα πληροφοριών. Μια θεωρία είναι ένα σχήμα με το οποίο μπορούν να εξεταστούν και να ερμηνευτούν όλα ανεξαιρέτως τα κοινωνικά φαινόμενα, με τον τόνο να μπαίνει λιγότερο στο "όλων" και περισσότερο στο "ανεξαιρέτως". Αυτό πρέπει να τονίζεται διότι μαζί με την στροφή από την θεωρητική αναζήτηση προς την πραγματιστική έρευνα υπάρχει μια τάση για την αντικατάσταση της θεωρίας από τις λεγόμενες υποθέσεις εργασίας. Οι οποίες ενώ ξεκινούν σαν υποθέσεις, δηλαδή προτάσεις προς επιβεβαίωση ή διάψευση, όσο περισσότερο διαψεύδονται τόσο περισσότερο εγκαθίστανται σαν αναντίρρητη θεωρία.

Πρέπει τέλος να τονιστεί ότι η ουσία της κοσμογονίας του Μάη του '68, στον οποίο ανάγεται η ανασύνταξη του σύγχρονου πανεπιστημιακού θεσμού, είναι η θυελλώδης ανάπτυξη επιμέρους και λεπτομερειακών υποθέσεων εργασίας οι οποίες εξ αρχής και ομολογημένα δεν είχαν καμιά ελπίδα ολοκλήρωσης. Αντίθετα η αδυναμία τους να συνολικοποιηθούν ήταν σχεδόν το συντακτικό τους πρόταγμα! Σήμερα αυτό που γκρεμίζεται είναι το πανεπιστήμιο του διαφωτισμού όπως το τροποποίησε ο Μάης του '68. Από πού ήρθε ο Μάης, η σχέση δηλαδή που είχε αυτός με την Πολιτιστική Επανάσταση στην Κίνα, είναι ένα άλλο σοβαρότατο ιστορικό ζήτημα, που ξεφεύγει από τα όρια αυτού του γραφτού. Πρέπει όμως να τονιστεί ότι το Πανεπιστήμιο που έφερε ο Μάης του '68 στην δύση, γκρεμίζεται ακριβώς εξ αιτίας της αντίφασης ανάμεσα, απ' την μια μεριά, στην αναγκαιότητα να αναπτυχθεί μια νέα θεωρία που να έχει απαραιτήτως συνολική ισχύ και, απ' την άλλη μεριά, στην αναγκαιότητα της αποσιώπησης της αναγκαίας θεωρίας. Πρόκειται για μια αντίφαση που αναδύεται μέσα από την ίδια την καθημερινή πρακτική, και είναι άλλωστε συγγενής σε κάθε εξουσιαστικό σύστημα. Η εξέτασή αυτής της αντίφασης αποτελεί μέρος μιας ευρύτερης μελέτης που αφορά το ίδιο το ζήτημα της εξουσίας. Αυτό το ζήτημα έχει σήμερα εξαιρετικά πολυπλοκοποιηθεί και υπάρχει στο υπόβαθρο οποιουδήποτε επιμέρους κοινωνικού προβλήματος, επομένως και των προβλημάτων της παιδείας.