Κοινωνία | ΑΡΙΣΤΕΡΑ, Παρ, 24 Μαρτ 2006 | hits: 1745
Μιλώντας για το... 98% της νεολαίας
άρθρο του Γιώργου Παπαϊωάννου
Τετ, 12 Απρ 2006

Μόλις το 1,2% των νέων υποστηρίζει ότι «η κοινωνία μας είναι εντάξει όπως είναι»

Έρευνα του 2000 της Γενικής Γραμματείας Νέας Γενιάς χωρίζει τη νεολαία σε τρεις βασικές ομάδες. Η πρώτη από αυτές που βαφτίζεται «επικριτική ομάδα» δηλώνει ότι «αισθάνεται άβολα από την κοινωνική πραγματικότητα, ενώ διακατέχεται επιπλέον από αισθήματα κοινωνικού αποκλεισμού». Η ομάδα αυτή συγκεντρώνει το 78% των νέων έναντι 18.6% της «ενδιάμεσης ομάδας» και 3,4% της «ομάδας αποδοχής», των νέων δηλαδή που «αισθάνονται ενσωματωμένοι στην κοινωνία και διακατέχονται από θετικά αισθήματα για τους διάφορους τομείς της»

Νεολαία και πολιτική κρίση

Για την μεγάλη αγάπη που τρέφουν τα κόμματα και όλοι οι εκπρόσωποι του κράτους και των επίσημων πολιτικών θεσμών για τη νεολαία δεν ισχύει το «αμοιβαία τα αισθήματα». Ας την καλοπιάνουν, ας δηλώνουν ότι σε αυτήν στηρίζουν τις ελπίδες τους, ας μη χάνουν ευκαιρία να εκφράσουν την απεριόριστη εμπιστοσύνη στις αρετές της (και συνήθως αρετές θεωρούν την τάξη, την υποταγή, την ευπρέπεια). Ας ορκίζονται ότι όλα τα κάνουν για το καλό της, για το δικό της μέλλον. Αυτή φαίνεται να μην καταλαβαίνει τίποτα: Η συντριπτική πλειοψηφία των νέων εξακολουθεί να δηλώνει τη δυσαρέσκειά της για το πολιτικό σύστημα, όπως αυτό έχει διαμορφωθεί σήμερα. Σύμφωνα με πρόσφατες έρευνες πάνω από 8 στους 10 νέους στην Ελλάδα εμφανίζονται δυσαρεστημένοι από το πολιτικό σύστημα και αντίστοιχο ποσοστό θεωρεί ότι τα πράγματα θα χειροτερέψουν στο μέλλον. Ας μη θεωρηθεί ότι αυτά τα στοιχεία εξηγούνται από μια απαθή και απολιτική στάση. Οι ίδιες έρευνες εμφανίζουν ένα ποσοστό 80% να δηλώνει ενδιαφέρον για τα πολιτικά πράγματα και τις πολιτικές εξελίξεις.

Μπορεί να είναι χιλιοειπωμένο με διάφορους τρόπους. Δεν παύει όμως να αποτελεί σημαντικό δεδομένο. Η δυσαρέσκεια της νεολαίας απέναντι στο πολιτικό σύστημα αυξάνεται και συσσωρεύεται. Οι χειρισμοί και οι πολιτικές που σκοπό έχουν να την περιορίσουν έχουν γίνει επιστήμη από το σύστημα. Δεν είναι όμως αποτελεσματικές τη στιγμή που οι «πραγματικές» πολιτικές, αυτές που εφαρμόζονται στο επίπεδο της οικονομίας, της εργασίας, της εκπαίδευσης είναι λάδι που πέφτει καθημερινά στη φωτιά. Η κρίση εμπιστοσύνης και αξιοπιστίας της νεολαίας προς το πολιτικό σύστημα είναι κομμάτι του συνολικού πολιτικού και κοινωνικού ζητήματος στην Ελλάδα. Μόνο η φανερή έλλειψη μιας άλλης προοπτικής εμποδίζει αυτή την κρίση να ξεσπάσει με θεαματικά αποτελέσματα και συνέπειες.

Η γενιά της απαισιοδοξίας;

Η «νέα σκέψη» που έκανε θαύματα στα τέλη της δεκαετίας του ΄80 είχε απαντήσεις για όλα. Προετοίμαζε για μια ανθρωπότητα απαλλαγμένη από τα προβλήματα του παρελθόντος, που θα βάδιζε ενωμένη, διεθνοποιημένη και χωρίς αντιθέσεις στην απόλυτη ευημερία. Η νέα τάξη πραγμάτων ήρθε με τυμπανοκρουσίες αλλά δεκαπέντε χρόνια μετά δεν έχει απλά διαψεύσει κάθε προσδοκία για «καλύτερες μέρες» στα πλαίσια αυτού του συστήματος αλλά και έχει πείσει ακόμα και τους πιο δύσπιστους ότι ο κόσμος πηγαίνει ολοταχώς προς τα πίσω. Στη χώρα μας μετά από δεκαετίες υποσχέσεων για «έξοδο από το τούνελ», μετά από μια σειρά από «εθνικούς στόχους» που δεν τους βάζει ο λαός αλλά αυτός τους πληρώνει με όλο και μεγαλύτερο κόστος, τα περιθώρια αισιοδοξίας για τις πολιτικές και οικονομικές εξελίξεις έχουν εξαντληθεί.

Η συντριπτική πλειοψηφία των νέων εκφράζει την απαισιοδοξία της για τις μελλοντικές πολιτικές και οικονομικές εξελίξεις. Παρόλο που μιλάμε για τη γενιά που έχει λιγότερα εμπειρικά στοιχεία για να συγκρίνει με μια προηγούμενη κατάσταση και να διακρίνει την τάση προς τη χειροτέρευση των όρων ζωής, δεν παύει να εντοπίζει αυτή την τάση. Η όποια αισιοδοξία περιορίζεται σε ατομικό επίπεδο. Οι περισσότεροι νέοι ελπίζουν ότι αυτοί «θα τη βολέψουν κάπως» την ίδια στιγμή που θεωρούν ότι συνολικά τα πράγματα θα χειροτερέψουν. Πέρα, λοιπόν από την ατομική ελπίδα, η «συλλογική συνείδηση» είναι απαισιόδοξη. Ή μήπως ρεαλιστική; Κάποιοι διαπιστώνουν ότι «η σημερινή νέα γενιά είναι ίσως η πρώτη γενιά που πιστεύει ότι δεν θα ζήσει μια καλύτερη ζωή από αυτή των γονιών της».

Αυτή η διαπίστωση δεν μπορεί να περνάει απαρατήρητη. Μια γενιά που βλέπει μαύρο το μέλλον της δεν μπορεί παρά να αντιδράσει. Η κατεύθυνση των αντιδράσεων δεν είναι δεδομένη. Η ατομική αναδίπλωση και το σκύψιμο του κεφαλιού «μπας και τη σκαπουλάρουμε» είναι το ένα ενδεχόμενο. Το άλλο είναι η διεκδίκηση ενός διαφορετικού μέλλοντος. Τα δύο αυτά ενδεχόμενα μπορεί να συνυπάρχουν. Το ένα ήδη εκφράζεται πιο φανερά αλλά κανείς δε μπορεί να πει ότι με πιο «περίεργους» τρόπους και μέσα από πιο υπόγεια ρεύματα δεν προβάλλει και το δεύτερο ενδεχόμενο.

«Κατατμημένες, αιωρούμενες και ταλαντούμενες»

Μοιάζουν με όρους των φυσικών επιστημών αλλά στην περίπτωσή μας δεν πρόκειται για τέτοιους. Είναι όροι που χρησιμοποιούν μελετητές για να περιγράψουν τις ζωές των νεολαίων. Η μετάβαση από την εκπαίδευση στην εργασία και η αποκοπή από την οικογένεια που χαρακτηρίζουν το ξεπέρασμα της νεότητας συνέβαιναν παλιότερα με πιο γραμμικό τρόπο. Η ελαστικοποίηση της εργασίας και η έκρηξη της ανεργίας, ο οικονομικός - κοινωνικός - πολιτιστικός - εκπαιδευτικός αποκλεισμός οδηγεί σε πιο μπλεγμένες καταστάσεις. Μέσα και έξω από την εκπαίδευση, μπαινοβγαίνοντας στην αγορά εργασίας, καταρτιζόμενη και επανακαταρτιζόμενη για να γίνει καλύτερο «εξάρτημα στη μηχανή τους», βλέποντας χιλιάδες πράγματα να της «προσφέρονται» στις τηλεοράσεις, στο διαδίκτυο και στις βιτρίνες και πραγματοποιώντας ελάχιστα, η νεολαία που παραμένει νεολαία για όλο και μεγαλύτερο χρονικό διάστημα, την ίδια στιγμή που παύει να είναι νεολαία, μπαίνοντας στο λούκι, όλο και νωρίτερα μοιάζει να ζει ταυτόχρονα διαφορετικές ζωές, να αιωρείται ανάμεσα σε διαφορετικές ταυτότητες, να ταλαντεύεται ανάμεσα σε διαφορετικές καταστάσεις.

(Μήπως η έκρηξη στα προβλήματα που αφορούν στην ψυχική υγεία των νέων, οι όλο και περισσότεροι μαθητές και μαθήτριες με τέτοιου είδους προβλήματα είναι φαινόμενα άσχετα με αυτές τις καταστάσεις;)

Την ίδια στιγμή, αυτές οι «μπερδεμένες καταστάσεις» αντικειμενικά αποτελούν τη βάση πάνω στην οποία μπορεί να στηριχθεί μια διαφορετική ανταγωνιστική πολιτική. Αν παλιότερα η μαθητική - σπουδαστική - φοιτητική νεολαία χωριζότανε πιο καθαρά από τους εργαζόμενους νέους, αν παλιότερα ο χώρος της εκπαίδευσης και ο χώρος της εργασίας έκλειναν σε διαφορετικά «στρατόπεδα» τις μάζες των νέων, σήμερα κάτι τέτοιο δεν ισχύει. Αυτό δεν σημαίνει ότι αμβλύνονται ταξικές διαφορές και διαχωρισμοί αλλά ίσα - ίσα ότι διευρύνεται το φάσμα της εκμετάλλευσης, της καταπίεσης και των αποκλεισμών, ότι διευρύνεται μια μάζα νέων ανθρώπων που είναι αντικείμενα της εκμετάλλευσης και των χειρισμών, που είναι στο επίκεντρο της αστικής επίθεσης και που μπορεί να έχει κοινούς στόχους, μέτωπα και εχθρούς. Αυτό που με «ξύλινους όρους» παλιότερα λέγονταν «συγχώνευση της νεολαιίστικης σπουδαστικής μάζας με την εργατική τάξη» διευκολύνεται, από την άποψη των υλικών όρων.

Ρατσισμός κατά της νεολαίας.

Δεν ξέρουμε αν ο όρος είναι δόκιμος ή «επιστημονικά έγκυρος», πάντως εκφράζει μια πραγματικότητα που είναι υπαρκτή και που αντικατοπτρίζεται σε μεγάλο βαθμό και στη συνείδηση των νέων ανθρώπων. Οι πολιτικές της αστικής τάξης έχουν στο στόχαστρο τη νεολαία. Το εκπαιδευτικό σύστημα δεν την μορφώνει αλλά την καταστέλλει και την καταπιέζει. Ο πολιτισμός τους μοιάζει να προσπαθεί να την ξεφτιλίσει μέσα από τα reality και τα υπόλοιπα προϊόντα του. Κυρίως, όμως, οι αλλαγές στους όρους εργασίας είναι ξεκάθαρο ότι την αντιμετωπίζουν ρατσιστικά: Αυτοί που μπήκαν στην αγορά εργασίας πριν το ΄92 και αυτοί που μπήκαν μετά. Αυτοί που είναι μέχρι 26 και αυτοί που είναι πάνω από 26. Αυτοί που διορίζονται τώρα στο δημόσιο και αυτοί που διορίστηκαν πριν.

Μπορεί να υπάρχουν δύο ενστάσεις σε αυτή τη λογική: Η πρώτη είναι ότι έτσι κι αλλιώς για όλους «χτυπάει η καμπάνα» και η δεύτερη ότι επί της ουσίας δε μιλάμε για κάποιο «ρατσισμό» αλλά για ψυχρούς υπολογισμούς γύρω από τον τρόπο που θα περάσει μια πολιτική. Αλλά, όπως και να έχει, υφίσταται ο διαχωρισμός και οι ειδικές αντινεολαιίστικες πολιτικές και άλλωστε και ο ορίτζιναλ ρατσισμός συνήθως πολιτικά κίνητρα έχει παρά ιδεολογικά και θεωρητικά. Ο ρατσισμός αυτός γίνεται αντιληπτός από τη μεγάλη μάζα των νέων. Η εχθρότητα προς τους πολιτικούς θεσμούς και το πολιτικό σύστημα είναι αποτέλεσμα και αυτής της κατάστασης και όχι γενικά της «απαξίωσης της πολιτικής». Η νεολαία βλέπει καθημερινά και καταλαβαίνει ότι υπάρχει ένα σύστημα που είναι εχθρικό προς αυτήν, που επεξεργάζεται πολιτικές, ρυθμίσεις και νόμους που δεν είναι προς το συμφέρον της αλλά ενάντια σε αυτό, που προσπαθούν να την καθυποτάξουν, να την περιθωριοποιήσουν, να της κάνουν τη ζωή πιο δύσκολη και πιο άσχημη.

(Πρόσφατα ο Γ. Παπανδρέου, αυτός ο μεγάλος θαυμαστής, αφουγκραστής και γλύφτης της νεολαίας χαιρέτησε την εξέγερση της γαλλικής νεολαίας και κάλεσε τους νέους στην Ελλάδα να ακολουθήσουν το παράδειγμά της, αυτός που πρώτος, δύο χρόνια πριν, πρότεινε χειρότερα ρατσιστικά μέτρα ενάντια στους νέους από αυτά που άναψαν φωτιά σε ολόκληρη τη Γαλλία...)

Σε αναζήτηση ιδεολογίας.

Νεολαία και ιδεολογία. Δυο έννοιες που μέχρι πρόσφατα εμφανίζονταν να έχουν πάρει διαζύγιο. Για όποιον θέλει να παρατηρήσει, η πραγματικότητα είναι λίγο διαφορετική. Η νεολαία ασφυκτιά μέσα στα σημερινά πλαίσια και αυτό δεν είναι υπερβολή. Έρευνα του 2000 της Γενικής Γραμματείας Νέας Γενιάς χωρίζει τη νεολαία σε τρεις βασικές ομάδες. Η πρώτη από αυτές που βαφτίζεται «επικριτική ομάδα» δηλώνει ότι «αισθάνεται άβολα από την κοινωνική πραγματικότητα, ενώ διακατέχεται επιπλέον από αισθήματα κοινωνικού αποκλεισμού». Η ομάδα αυτή συγκεντρώνει το 78% των νέων έναντι 18.6% της «ενδιάμεσης ομάδας» και 3,4% της «ομάδας αποδοχής», των νέων δηλαδή που «αισθάνονται ενσωματωμένοι στην κοινωνία και διακατέχονται από θετικά αισθήματα για τους διάφορους τομείς της». (Η Γενική Γραμματεία δεν μας είπε «τι ομάδα είναι» αλλά δεν πειράζει...) Σύμφωνα με την ίδια έρευνα, την άποψη ότι «η κοινωνία μας είναι εντάξει όπως είναι» υποστηρίζει μόλις το 1,2% των νέων.

Θα ήταν περίεργο, κομμάτια αυτού του 98,8% ή του 78% να μην αναζητούν ένα όραμα, μια ιδεολογία που να αναφέρεται σε μια άλλη κοινωνία. Βέβαια, η ζημιά που έχει γίνει στην απελευθερωτική ιδεολογία από τους διάφορους διαχειριστές και σπόνσορές της είναι τεράστια. Για αυτό και η συνάντηση νέων ανθρώπων με την πραγματικά απελευθερωτική ιδεολογία δεν είναι καθόλου εύκολη, χώρια που δε μιλάμε ακριβώς για «τυχαία συνάντηση» αλλά για κάτι διαφορετικό. Για αυτό και προσπαθούν και καταφέρνουν σε ένα βαθμό να κάνουν παιχνίδι άλλες, πιο εύκολες και «μουράτες» ιδεολογίες, περισσότερο ή λιγότερο επικίνδυνες.

Η αναζήτηση όμως υπάρχει. Μεγάλο κομμάτι νέων, και αυτό δε βγαίνει εύκολα από τις έρευνες και τις μετρήσεις αλλά από την καθημερινή πρακτική, ψάχνουν κάτι διαφορετικό, ενδιαφέρονται για τις -- κατά τους μεταμοντέρνους -- «μεγάλες αφηγήσεις», δεν είναι αδιάφοροι για μια ιδεολογία που προσπαθεί να εξηγήσει και να αλλάξει τον κόσμο. Σε μια σειρά από site όπου συχνάζει νεολαία θα δει κανείς κουβέντες και αντιπαραθέσεις περί αντίστασης, επανάστασης κλπ. Ο Τσε συγκινεί ένα κομμάτι πάρα πολύ μεγαλύτερο από αυτό που αποτελεί τη νεολαία ενός κόμματος και από την άλλη μεριά ο Μπους συμβολίζει κάτι αντίθετο και εχθρικό για τη συντριπτική πλειοψηφία. Αν ιδεολογική αναζήτηση δεν θεωρούμε να αρχίσουν ξαφνικά οι μαθητές να μελετάνε τον μαρξισμό, τότε αυτά είναι δείγματα αναζήτησης, στοιχειώδικης αλλά υπαρκτής.

Την ίδια στιγμή, είναι δεδομένο ότι το στοιχείο της «ηθικής», του καλού και του κακού, του δίκαιου και του άδικου είναι αυτό που βασικά αποτελεί κριτήριο και καθορίζει στάσεις. Η τεράστια κινητοποίηση νεολαίας, και δεν εννοούμε μόνο τις διαδηλώσεις αλλά μια ευρύτερη ενεργοποίηση, ακριβώς τρία χρόνια πριν, ενάντια στον πόλεμο είναι χαρακτηριστικό παράδειγμα. Η νεολαία ξεσηκώθηκε ενάντια σε αυτό που ένοιωθε κατάφορη αδικία, τεράστιο ψέμα, υποκρισία και αδικία.

Για μια άλλη Πολιτική.

Σε παγκόσμιο επίπεδο η νεολαία δεν έχει σταματήσει να είναι δύναμη κρούσης οπουδήποτε ξεσπούν κινήματα και εξεγέρσεις. Το αποδεικνύει το διπλό παράδειγμα της Γαλλίας με το βίαιο ξέσπασμα της γκετοποιημένης νεολαίας να ακολουθείται από την εξέγερση των νέων εργαζόμενων, φοιτητών και μαθητών που έφερε πάνω από ένα εκατομμύριο ανθρώπους στους δρόμους. Δεν μπορούμε να αντιπαραθέσουμε το ένα (το πιο «κανονικό») στο άλλο (το πιο «βάρβαρο») αλλά να τα δούμε ως μία συνολική εξέγερση της νεολαίας ενάντια στον αποκλεισμό, την εκμετάλλευση και το ρατσισμό. Αν προσθέσουμε το δημοψήφισμα για το ευρωσύνταγμα, όπου η νεολαία έριξε αποφασιστικό βάρος στη ζυγαριά, το παράδειγμα ολοκληρώνεται.

Η νεολαία δεν μπορεί παρά να αποκτήσει σχέση με την πολιτική αλλά αυτό, για να είναι κάτι ελπιδοφόρο και διαφορετικό, θα γίνει με διαφορετικούς όρους από αυτούς που θέτει η επίσημη πολιτική. Αυτή η Πολιτική θα προκύψει ακριβώς σε σύγκρουση με το μοντέλο πολιτικής και πολιτικού που προβάλλεται σαν μονόδρομος. Η πολιτική σήμερα είναι για τους νέους ένα επάγγελμα που ασκούν κάποιοι ειδικοί του ψεύδους, του χειρισμού, των υποσχέσεων, των δημόσιων σχέσεων, του ατομικού κέρδους ή στην καλύτερη περίπτωση το χόμπι κάποιων γραφικών. Η άλλη Πολιτική θα είναι ο λόγος και η πρακτική που θα αναδεικνύει τις αγωνίες και τη θέληση αυτής της «επικριτικής ομάδας» για να χρησιμοποιήσουμε την ορολογία της έρευνας που αναφέρθηκε των νέων δηλαδή που αισθάνονται άβολα από την κοινωνική πραγματικότητα και απειλούνται από τον κοινωνικό αποκλεισμό.

Μια τέτοια πολιτική δεν υπάρχει έτοιμη προς χρήση αλλά θα διαμορφωθεί μέσα από την αντίσταση, την οργάνωση και την έκφραση των νέων ανθρώπων. Όποιος νομίζει ότι μπορεί να μαντρώσει μέσα σε εύκολα σχήματα τη νεολαία, όποιος λογαριάζει να την «κόψει στα μέτρα του», όποιος δεν είναι έτοιμος να δει τις μορφές που θα παραχθούν από την ίδια τη νεολαία, όποιος δεν είναι έτοιμος να διδαχτεί αλλά ξέρει μόνο να διδάσκει, λογαριάζει χωρίς τον ξενοδόχο.

Σχεδόν τριάντα χρόνια πριν, ένας που έμεινε νεολαίος έγραφε ότι οι εκρήξεις της νεολαίας υποδείχνουν στις πραγματικά επαναστατικές δυνάμεις να προβάλλουν πειστικά όχι μόνο στα λόγια μα και στην πράξη μια «νέα θεωρία» και μια «νέα οργάνωση» και συνέχιζε γράφοντας ότι, βασανιστικά ίσως, θα ξεπηδήσουν νέα πράγματα στη θεωρία, στην πραχτική και στην οργάνωση της επανάστασης. Αν αυτά σήμερα φαίνονται κάπως αυτονόητα (αλλά δεν είναι), το 1978 σίγουρα δεν ήταν αυτονόητα αφού ακόμα οι λύσεις φαινόντουσαν έτοιμες και οι θεωρίες ακλόνητες. Ακόμα και σήμερα όμως, μερικοί σκέφτονται έτσι κι ας έχει καταρρεύσει το σύμπαν γύρω τους.

Μια άλλη Πολιτική που να απαντάει στο ζήτημα της νεολαίας δεν μπορεί παρά να έχει μια συνολική αντίληψη για τα πράγματα και να παίρνει υπόψη της πολλές πλευρές. Σε παγκόσμια κλίμακα αυξάνεται μια πολιτικοποίηση κατατεμαχισμένη. Όπως το σύστημα προσφέρει στους νέους και τις νέες διάφορες «φυλές» για να διαλέξουν που θα ενταχθούν (από όλα έχει ο μπαχτσές, και πιο συντηρητικές φυλές και πιο «αντικομφορμιστικές» τουλάχιστον σε εμφάνιση και πιο cool και πολύ πιο βίαιες), έτσι και η πολιτικοποίηση φαίνεται πολυμορφική και «μονοθεματική». Ο καθένας διαλέγει και παίρνει ότι τον συγκινεί περισσότερο να ασχοληθεί (δικαιώματα, οικολογία, φεμινισμός, μειονότητες κλπ). Αυτό δεν είναι βέβαια κακό, ούτε και τα επιμέρους θέματα είναι μικρά. Και αυτή η «μονοθεματική» δραστηριοποίηση πιθανά έχει να προσφέρει και στα περιεχόμενά της και στις μορφές της. Αυτό που λέμε εδώ είναι ότι μια διαφορετική Πολιτική θα διαμορφώσει σταδιακά μια πιο συνολική συνείδηση συμβατή με τις απαιτήσεις του κινήματος στην εποχή μας και που στο κέντρο της δεν μπορεί παρά να έχει το παλιομοδίτικο αλλά επίκαιρο περισσότερο από ποτέ ζήτημα της εργατικής τάξης, της ζωντανής εργασίας και της αντίθεσής της με το κεφάλαιο.

Μέτωπα - μέτωπα - μέτωπα παντού.

Ξεκινώντας από αυτή την αντίθεση, όχι μόνο δεν ξεχνιούνται αλλά φαίνονται με μια συνολική οπτική μια σειρά μέτωπα πάλης της νεολαίας. Γιατί η πολιτικοποίηση ή η στράτευση (αυτή η ωραία και ξύλινη λέξη όπως γράφεται και στο προηγούμενο φύλλο της «Αριστεράς!») δεν θα γεννηθούν αφηρημένα αλλά μέσα από κινήσεις, αγώνες, ξεσπάσματα που θα προκύψουν με βάση την απάντηση σε συγκεκριμένες πολιτικές. Σε ποια μέτωπα λοιπόν, θα οικοδομηθεί αυτή η άλλη πολιτική και θα δοκιμαστεί μια «άλλη θεωρία» και μια «άλλη οργάνωση»;

  • Στο μέτωπο της εργασίας. Της απάντησης στις πολιτικές που θέλουν να μας γυρίσουν δεκαετίες πίσω. Στην ανεργία και την ελαστικοποίηση. Σε όλα τα μέτρα που χτυπάνε τους εργαζόμενους και τη νεολαία.
  • Στην εκπαίδευση. Στην πλήρη μετατροπή της σε εμπόρευμα και εργαλείο αποκλεισμού ταυτόχρονα. Στην εφόρμηση του κέρδους και των νόμων της αγοράς στο χώρο της παιδείας.
  • Στο κίνημα ενάντια στην παγκοσμιοποίηση, τον ιμπεριαλισμό και τον πόλεμο. Για την αλληλεγγύη στους λαούς που βρίσκονται στο στόχαστρο αλλά και την αντιπαράθεση στις δυνάμεις της παγκοσμιοποίησης και του ιμπεριαλισμού στη χώρα μας και στην ευρύτερη περιοχή.
  • Ενάντια στο ρατσισμό και τον εθνικισμό. Για την ενότητα των μαθητών Ελλήνων και ξένων, την ενότητα των εργαζόμενων ανεξάρτητα από εθνικότητα ενάντια σε όλους τους τεχνητούς διαχωρισμούς.
  • Για τις δημοκρατικές ελευθερίες και τα δικαιώματα, ενάντια στην καταστολή, την αστυνομοκρατία, το χαφιεδισμό παλιού και ηλεκτρονικού τύπου.
  • Για ένα ρεύμα ενάντια στην εμπορευματοποίηση του συνόλου της ζωής μας. Για μια πρακτική στάση διαφορετική από αυτή που επιβάλλουν οι νόμοι της αγοράς σε όλα τα επίπεδα (τέχνη, τρόπος ζωής κλπ)
  • Ενάντια στον συντηρητισμό, την κοινωνική οπισθοδρόμηση, την επιβίωση μιας σειράς προλήψεων, αντιδραστικών θεωριών και πρακτικών. Ενάντια στην πατριαρχία και το ρατσισμό ενάντια στις γυναίκες. Ενάντια στον πατερναλισμό απέναντι στη νεολαία και στην πειθάρχηση.
  • Για μια συνολική κριτική όλου του πλέγματος κοινωνικών σχέσεων.
  • Για μια συνολική κριτική του κοινωνικού μοντέλου σε όλους τους τομείς και τις πλευρές. Αυτό το σύστημα κοινωνικών σχέσεων έχει διαπεράσει όλες τις σφαίρες της ζωής και δεν έχουμε λόγο να αφήσουμε τίποτα στο απυρόβλητο. Οι εξεγέρσεις της νεολαίας θέτουν το ζήτημα με διάφορους τρόπους. Για έναν πιο βαθύ και λιγότερο "της μόδας" πραγματικό αντικαπιταλισμό.

Δυστυχώς για τους εκπρόσωπους του γερασμένου συστήματος, ο κόσμος δεν γερνάει μονομιάς. Οι παλιές γενιές μεγαλώνουν και φεύγουν αλλά καινούριες ξεφυτρώνουν και έτσι η νεολαία είναι μια «μόνιμη κατάσταση», όπως μόνιμη θα είναι η αμφισβήτηση και η αντίσταση. Η κομμουνιστική Αριστερά έχει να πάρει και να δώσει στη νέα γενιά. Αν θέλει να δικαιολογεί τον τίτλο της, ας πασχίσει να είναι πραγματικά «τα νιάτα του κόσμου»