Ιστορία | ΣΕΛΙΔΕΣ ΚΡΙΤΙΚΗΣ | hits: 1238
Η στροφή στην ιστορική μνήμη και η μάχη των γενοκτονιών
άρθρο του Κωστή Παπαϊωάννου
Σάββ, 10 Ιουν 2006

Σημείωση: Επειδή η έκταση αυτού του άρθρου είναι μεγάλη δημοσιεύεται εδώ μόνο ο πρόλογος και η εισαγωγή του. Το πλήρες κείμενο υπάρχει σε αρχείο τύπου PDF το οποίο μπορείτε να βρείτε ακολουθώντας τον σχετικό σύνδεσμο.

 

Αντί πρόλογου

Το κείμενο αυτό γράφτηκε προκειμένου να εξετάσει το ζήτημα της μετονομασίας των σφαγών, που έλαβαν χώρα στην διάρκεια της νεότερης ιστορίας, σε γενοκτονίες, σε σχέση με την παρατηρούμενη στροφή την ιστορική μνήμη. Στη διάρκεια της συγγραφής του, το κείμενο πήρε πολύ μεγαλύτερη έκταση απ' ό,τι αναμενόταν δεδομένου ότι επεκτάθηκε σε γενικά θέματα, ίσως με τρόπο που δεν βοηθάει την κατανόηση του ζητήματος που προοριζόταν να εξετάσει. Η αδυναμία του συγγραφέα να συγκεντρωθεί στο συγκεκριμένο θέμα του, δεν οφείλεται μόνο στις περιορισμένες λογοτεχνικές του ικανότητες, αλλά οφείλεται σε μεγάλο βαθμό στην έλλειψη μιας σχετικά γνωστής πολιτικής θεωρίας. Στην έλλειψη με άλλα λόγια μιας θεωρίας για την εξουσία.

Ήταν έτσι υποχρεωμένος ο γράφων στη διάρκεια της έκθεσης των ιδεών του στα συγκεκριμένα πολιτικά ζητήματα, να αναφέρεται σε στοιχεία μιας θεωρίας την οποία ο ίδιος μπορεί να έχει σχετικά ολοκληρωμένη στο μυαλό του, αλλά στην οποία δεν έχει ποτέ αφιερώσει ένα ειδικό κείμενο. Επιπλέον για λόγους που έχουν εκτεθεί και σε άλλα κείμενα, υπάρχει σήμερα μια άτυπη μεν αλλά σταθερά συγκροτημένη αντίσταση σε κάθε προσπάθεια επεξεργασίας και διατύπωσης μιας νέας πολιτικής θεωρίας. Και από την άλλη μεριά όλοι -- αντιμαρξιστές και πολύ περισσότερο οι μαρξιστές -- προσπαθούν με να απαξιώσουν την συμβολή της σκέψης των λεγόμενων κλασικών του μαρξισμού, στον κριτικό εκσυγχρονισμό της πρώτης και μόνης σοβαρής πολιτικής θεωρίας που διατυπώθηκε -- έμμεσα ή άμεσα -- από τον Μαρξ στην αστική περίοδο της κοινωνίας, η οποία είναι επομένως η μόνη που μπορεί να αποτελέσει την βάση για μια περαιτέρω θεωρητική επεξεργασία του ζητήματος.

Από την άλλη μεριά η συμβολή του Μισέλ Φουκό στην επεξεργασία μιας σύγχρονης θεωρίας για την εξουσία, άσχετα αν είχε ποτέ αυτό το στόχο, έχει απαξιωθεί επίσης τόσο από τους θιασώτες της όσο και από τους επικριτές της. Οι πρώτοι την υποβιβάζουν σε μια απλή βιβλιογραφική στήριξη των δικών τους θεωρητικών διαστρεβλώσεων, στον κερδοφόρο αγώνα τους για την απόρριψη του μαρξισμού. Οι δεύτεροι υποβαθμίζουν τη σημασία της με μόνο κριτήριο το γεγονός ότι αποτελεί πολεμική -- έστω και μόνο κατά την γνώμη τους -- ενάντια στο μαρξισμό. Το αποτέλεσμα είναι να έχουμε μια πολυπράγμονα πολιτική επιστήμη, η οποία δεν είναι ούτε μαρξιστική ούτε αντιμαρξιστική και η οποία επεκτείνεται στην επιστήμη της ιστορίας και συναρθρώνεται μ' αυτήν σε μια η ουσιαστικά ενιαία ιστορικοπολιτική επιστήμη, χωρίς ουσιαστικά να έχει ούτε ιστορική ούτε πολιτική θεωρία.

Μ' αυτές τις διευκρινίσεις δημοσιεύεται το παρακάτω κείμενο με την ελπίδα ότι παρ όλη την ομολογημένη αδυναμία του, περιέχει ορισμένες χρήσιμες ιδέες σχετικές με τις σημερινές εξελίξεις στην περιπέτεια της κοινωνίας στην πορεία της συνεχούς διαμόρφωσης και αναδιαμόρφωση της συνείδησης της.

Εισαγωγή

Από πολλά χρόνια, ορισμένες τάσεις της επίσημης και ανεπίσημης πολιτικής σκηνής ειδικεύονται στην εκμετάλλευση της λεγόμενης ιστορικής μνήμης, η οποία, για μια κοινωνία σαν την ελληνική, δεν θα μπορούσε παρά είναι πλούσια, περιλαμβάνοντας σημαντικά γεγονότα, άλλα ηρωικά και άλλα τραγικά. Αυτές οι τάσεις εκπροσωπούνταν από πολιτικούς που στηρίζονταν πάντα σε μια στενή συντηρητική κοινωνική βάση και καραδοκούσαν πάντα να αρπάξουν την ευκαιρία προκειμένου να υποδαυλίσουν την ιστορική μνήμη, με την ελπίδα ότι έτσι θα συγκινήσουν μια μεγαλύτερη μερίδα της κοινωνίας, ώστε να στηρίξουν επάνω της τον ηθικό εκβιασμό των εθνικών συμφερόντων που θα τους απέφερε την σιωπή και την ανοχή της υπόλοιπης κοινωνίας, σε πολιτικό επίπεδο, ώστε να βγουν από την τροχιά της χρεοκοπίας στην οποία εύκολα περιέρχονται. Τέτοιου είδους πολιτικοί υπάρχουν και σήμερα και συνεχίζουν να καραδοκούν μέσα στις ταραγμένες εποχές που περνάμε.

Αυτού του είδους η "επικοινωνιακή πολιτική", είναι ασφαλώς αμφίβολης τελικής αξίας. Πετυχαίνει όμως προσωρινά όταν δεν αντιμετωπίζει καμιά κριτική, από την λεγόμενη "υπαρκτή" μορφή της σημερινής αριστεράς, που είναι αρμόδια για την κριτική του πολιτικού συστήματος και των πολιτικών δυνάμεων που λειτουργούν σ' αυτό. Η σημερινή αριστερά είναι πρόθυμη να καταφύγει στη σκανδαλολογία και στην εκτόξευση προσωπικών χαρακτηρισμών εναντίον επιλεγμένων "εθνικιστών", δεν έχει το θάρρος να δυσαρεστήσει, ούτε για μια μέρα, το κοινό που είναι ή εμφανίζεται ως "ευαίσθητο" στα λεγόμενα "εθνικά θέματα". Ωστόσο η παραδοσιακή "εθνικιστική" πολιτική είναι ικανή να χρεοκοπήσει και από μόνη της χωρίς την κριτική εκ μέρους της αριστεράς. Αντίθετα μια κριτική της αριστεράς θα την ανάγκαζε να εκσυγχρονισθεί, πράγμα που, από μια άποψη, θα ήταν προς όφελός της. Γίνεται επομένως, στο πλαίσιο της γενικής προσπάθειας εκσυγχρονισμού του πολιτικού λόγου, μια ειδική προσπάθεια εκσυγχρονισμού της εθνικιστικής πολιτικής, μήπως και καταφέρει να προσαρμοστεί στην σημερινή τοπική και διεθνή, "δυσμενή" (κατ' αρχάς γι αυτήν) πολιτική συγκυρία.

Η εποχή μας χαρακτηρίζεται από την αποδυνάμωση των εθνικών αντιθέσεων μεταξύ διαφορετικών κοινωνιών και στο εσωτερικό τους και την ενδυνάμωση δευτερευουσών κοινωνικών αντιθέσεων, που μοιάζουν μ' αυτές που ο Μάο ονόμαζε "αντιθέσεις ανάμεσα στο λαό", οι οποίες πηγάζουν από την διαφορετική ιστορία και τις διαφορετικές παραδόσεις τμημάτων της κοινωνίας. Χαρακτηρίζεται δηλαδή γενικά από αυτές τις πολιτιστικές αντιθέσεις που δίνουν το πρόσχημα σε κάποιους όπως ο Χάντιγκτον, να μιλούν για "πόλεμο των πολιτισμών" και άλλες μορφές του ίδιου πολέμου ντυμένες με διαφόρων ειδών μανδύες. Η ουσία της εξουσίας είναι η αδυναμία της να υπάρξει χωρίς να συνδεθεί με τις πραγματικές αντιθέσεις τις κοινωνίας, είναι λοιπόν υποχρεωμένη να προσαρμοστεί στην πραγματικότητα αυτών των πολιτιστικών αντιθέσεων. Οι λειτουργοί της πρέπει να μπορούν να διαχειρίζονται τις πολιτιστικές αντιθέσεις της κοινωνίας χωρίς φυσικά να τις αφήνουν να εξελιχθούν μέχρι το σημείο να απειληθεί το εξουσιαστικό σύστημα. Έχει επομένως ενδιαφέρον να εξετάσει κανείς τόσο την πολιτική στην οποία εξελίσσεται αυτή που παλιότερα θα ονομαζόταν "εθνικιστική" όσο και την πολιτική στην οποία καταφεύγουν οι υποτιθέμενοι αντίπαλοι της σημερινής εκδοχής της εθνικιστικής πολιτικής.