διαλεκτικά δίπολα | ΣΕΛΙΔΕΣ ΚΡΙΤΙΚΗΣ | hits: 1989
Ένα δείγμα σεχταρισμού του Γιάννη Χοντζέα για την καλοκαιρινή σχολή της ΚΟΕ
άρθρο του Κωστή Παπαϊωάννου
Πέμπ, 2 Αυγ 2012

Σημείωμα:

Αυτές τις μέρες προσπαθώ να διατυπώσω ορισμένες σκέψεις για το δεύτερο μέρος του κειμένου με τίτλο "Φασισμός και Οπορτουνισμός". Προσπαθώντας να ξεκαθαρίσω τις σκέψεις μου, ανέτρεξα στο βιβλίο του Γιάννη Χοντζέα "το τέλος του κομμουνισμού" και διαβάζοντας το πρώτο κεφάλαιο, έμεινα για άλλη μια φορά κατάπληκτος βλέποντας ότι οι δικές μου σκέψεις σχεδόν περιττεύουν μπροστά στην πληρότητα με την οποία εκθέτει ο Γιάννης την σχέση φασισμού και οπορτουνισμού.

Σκέφτηκα μήπως θα αρκούσε να δημοσιεύσω τις σκέψεις του Γιάννη και ότι ίσως θα ήταν περιττό να γράψω εγώ κάτι περισσότερο. Σκέφτηκα ότι μπορεί και να κάνω ζημιά. Τα τελευταία λόγια αυτού το κειμένου, «για όσους θέλουν να μην υποκλίνονται σε δοσμένους συσχετισμούς και τολμούν να εναντιώνονται σ' αυτούς» με ωθούν και να δημοσιεύσω αυτό το κομμάτι από το βιβλίο του Γιάννη και να συνεχίσω το άρθρο μου. Δεν ξέρω πόσο σπουδαία είναι αυτά που γράφω αλλά τουλάχιστον εναντιώνομαι στην επικίνδυνη γενική γελοιότητα των "δοσμένων συσχετισμών".

Έχω κι άλλο ένα λόγο να δημοσιεύσω αυτό το κομμάτι από το «τέλος του κομμουνισμού».

Το βιβλίο αυτό έχει εκδοθεί όσο ζούσε ακόμα ο Γιάννης από τις Εκδόσεις Α/συνέχεια, που τότε υπεύθυνος και σήμερα τυπικά ιδιοκτήτης τους, είναι ο Ρούντι Ρινάλντι, ο γνωστός άτυπος αρχηγός της ΚΟΕ μέγας αντι-σεχταριστής και πατέρας της φασιστικής ανοησίας της "μεταπολίτευσης του λαού". Είναι λοιπόν ιδιαιτέρως ενδιαφέρον ότι το πρώτο κεφάλαιο του "τέλους του κομμουνισμού" περιγράφει το είδος των ανθρώπων που όπως ο Ρινάλντι χρησιμοποίησαν την θητεία τους στην Αριστερά για να υπηρετήσουν το εξουσιαστικό σύστημα, λέγοντας

« .. Δεν φτουράνε. Ο ρόλος τους τελειώνει εκεί όπου τα καθήκοντα τους εξαντλούνται. Η ανυπαρξία οποιασδήποτε θέσης, ανάλυσης, προοπτικής, τους καταδικάζει στο τωρινό «μεροδούλι - μεροφάι». Θα πρέπει να ιδρώσουν, να αλλάξουν κι άλλα χρώματα και κυρίως να αποδείξουν πως είναι ακόμη απαραίτητοι.»

Η ειρωνεία είναι ότι την ώρα που γράφονται αυτές εδώ οι γραμμές αρχίζει «η καλοκαιρινή σχολή της Κομμουνιστικής Οργάνωσης Ελλάδας (ΚΟΕ) ... στο δασικό χωριό Λιβαδάκι [όπου] μέλη κυρίως αλλά και φίλοι της ΚΟΕ θα βρεθούν για να συζητήσουν (..) γύρω από μια σειρά πολιτικά και ιδεολογικά ζητήματα .. ».

Τα ζητήματα που θα συζητηθούν "στην καλοκαιρινή σχολή της ΚΟΕ" δεν προσδιορίζονται. Προφανώς ο Ρινάλντι και οι βοηθοί του, θα κάνουν στα μέλη και στους φίλους της ΚΟΕ μαθήματα (ταξικής) πάλης εναντίον του σεχταρισμού που αντιπροσωπεύει το έργο του Χοντζέα.

Ανανεωμένοι ιδεολογικά και πολιτικά (με καινούρια χρώματα) από τον Σεπτέμβριο και μετά θα πέσουν με τα μούτρα στον κυβερνητισμό πίσω από την μεγαλοφυΐα του Τσίπρα.

Ας είναι, ζούμε πράγματι μια δύσκολη εποχή. Το γεγονός ότι αυτοί που πέρασαν από το σχολείο του Μαρξιστικού Λενινιστικού κινήματος, έχουν γίνει εξαρτήματα, έστω και μιας χρήσεως, απαραίτητα για την τεχνητή επιβίωση του εξουσιαστικού συστήματος είναι χαρακτηριστικό της δύσκολης αλλά αναγκαίας πορείας που έχει μπροστά της η κοινωνία.

Κ.Π.

* * * * * * * *

ΤΟ ΤΕΛΟΣ ΤΟΥ ΚΟΜΜΟΥΝΙΣΜΟΎ

Κεφάλαιο Πρώτο

Η ιστορική αναλογία του τέλους του 20ου αιώνα με την προ-οχτωβριανή περίοδο. Η ιστορική διαδρομή του ρεβιζιονισμού. Από την ουσιαστική διάλυση-ενσωμάτωση των αποπειρών ανατροπής στην τυπική διάλυση στο όνομα της «νέας σκέψης».

Η έκβαση της αντιπαράθεσης στα πλαίσια του κομμουνιστικού κινήματος στις δεκαετίες του '60 και του '70 προκαθόρισε τη «νέα εποχή».

Η σύγχρονη μετάβαση στη Νέα Τάξη Πραγμάτων και τα ενδιάμεσα βήματα.

Η ιστορική εξέλιξη δεν ήταν ούτε είναι μονόδρομος. Παλιές η νέες μορφές - ιστορικά απολιθώματα ή νέα «οράματα» -- δεν αναιρούν από την ημερήσια διάταξη την ιστορική αναγκαιότητα της υπέρβασης του σημερινού συστήματος οικονομικών και κοινωνικών σχέσεων.

Το «τέλος του κομμουνισμού» «αναπόφευκτο και αναπότρεπτο» επισφραγίστηκε από τη στρατιά των ανά τον κόσμο έγκυρων αναλυτών, με τελευταίους (;) τους κ. Φ. Κουβέλη, γενικό γραμματέα της ΕΑΡ (ποιητή, δικηγόρο και πρότυπο αντι-γραφειοκράτη) και ίσως λίγο πιο πριν από τον κ. Οκέτο στην Ιταλία. Επισφραγίστηκε όμως και απ' τους «σκληρούς» οπαδούς της σοσιαλιστικής περεστρόικα, Α. Παπαρήγα, Χ. Φλωράκη κλπ. αφού επέκειτο «παλινόρθωση τον καπιταλισμού στη Ρωσία» και με κάποια άλλη μεταβατική φρασεολογία. Η φαιδρότητα των τελεσίδικων αυτών κρίσεων δεν είναι περισσότερο φαιδρή από εκείνη κάποιων άλλων (μεγάλες βεντέτες της τηλεόρασης και του «μεγάλου τύπου»), αλλά πολύ μικρότερη από εκείνη των πάλαι ποτέ πρωτοπαλίκαρων του μπρεζνιεφικού «μαρξισμού - λενινισμού» όπως ήταν οι κ.κ. Αρμπάτωφ, Γιάκοβλεφ, Σόμπτσακ, Ποπώφ, Γέλτσιν και ο κατάλογος είναι πολύ μεγάλος για να καταχωρηθεί. Η φαιδρότητα και η κενότητα της «νέας σκέψης» που ο επικήδειός της απαγγέλθηκε από τα «τολμηρά και συγκλονιστικά» μέτρα που δεν είναι βέβαια τα τελευταία, κι αφού ο προορισμός της έληξε τώρα έχουμε μια σκέτη «νέα τάξη» παντού. Η νέα σκέψη»  έπεσε ηρωικά γιο να εδραιώσει παντού τη «νέα τάξη».

Οι παριστάνοντες τους έκθαμβους και τους αγανακτισμένους -- όσοι απόμειναν -- που εξακολουθούσαν να ασχημονούν στο όνομα της γκορμπατσωφικής «νέας σκέψης» που θα έδινε νέα ορμή και ώθηση «στον ανθρωπιστικό σοσιαλισμό» θα παρηγορηθούν. Άλλωστε έχουν δώσει συντριπτικά δείγματα ευλυγισίας και προσαρμοστικότητας.

Πέρα από τα φαιδρά και βροντερά μαζί, που σφυροκοπάνε και θα εξακολουθούν να σφυροκοπάνε πιο πολύ τα αυτιά και τα μάτια του ανώνυμου πλήθους των απλών ανθρώπων, υπάρχει και η ουσία. Και με την ουσία κανένας «έγκυρος αναλυτής» δεν έχει συμφέρον να ασχοληθεί.

Και ποια είναι η ουσία;

Επιμένοντας να συλλογιζόμαστε κι έτσι να προκαλούμε τον κοινό νου που πασχίζουν να διαμορφώσουν οι ιππότες της «νέας τάξης» (τώρα η «νέα σκέψη» ενσωματώθηκε σ' αυτήν ουσιαστικά και τυπικά) προτείνουμε την παρακάτω άποψη.

Η ευτυχισμένη «Μπελ Επόκ», πριν από τον επάρατο μπολσεβικισμό, εποχή της σοσιαλδημοκρατίας κατέληξε στη χρεοκοπία του 1914. Τότε εκτός από ελάχιστους «στενόμυαλους» η παταγώδικη ενσωμάτωση του σοσιαλισμού στον ιμπεριαλισμό προκάλεσε αισθήματα αγαλλίασης «στους πάνω», απογοήτευσης «στους κάτω». Η αιτία ήταν κάτι που, ενώ ήταν γνωστό, δεν ήταν δυνατό να γίνει αποδεκτό πως θα οδηγούσε εκεί»: ο πολύμορφος ρεβιζιονισμός που κατέτρωγε τον ευρωπαϊκό σοσιαλισμό ατό τη δεκαετία του 1890. Άλλο πράγμα η αναθεώρηση βασικών αρχών που δεν ανταποκρίνονται στα νέα δεδομένα κι άλλο η ανοιχτή προδοσία.

Κι έτσι ο Ε. Μπερνστάιν που θεωρούνταν ο πατέρας της «νέας σκέψης» τότε, φυλάχτηκε από το να εκτεθεί, όπως οι έγκυροι αρχηγοί της σοσιαλδημοκρατίας, στην πολεμοκαπηλία. Αλλά πόσοι από τους καταξιωμένους αρχηγούς του σοσιαλισμού δεν συναγωνίστηκαν σε απάρνηση αποφάσεων και μανιφέστων που υπόγραψαν πριν ένα μόλις χρόνο; Τι έμεινε τότε ατό το διεθνή σοσιαλισμό; Σήμερα, αφού προηγήθηκε μια όχι μικρή σε χρονική διάρκεια περίοδος ιδεολογικής προετοιμασίας (που σ' αυτήν συμμετείχαν πολλοί και διάφοροι πρώην κάθε είδους) εξυμνείται η σύνεση αυτών των διαφόρων Έμπερ, Νόσκε, Γκεντ και λοιπών, που δεν πήγαν κόντρα με τη διεθνή κοινότητα αφού αυτή θεωρούσε αδιανόητη την μη ένταξη στον ένα ή στον άλλο ιμπεριαλιστικό συνασπισμό.

Έτσι απόμειναν οι αιρετικοί, «δαιμονισμένοι» ή «μαξιμαλιστές» -- κατά τον τότε υπεύθυνο ελληνικό Τύπο πρόδρομο των υπεύθυνων και θαρραλέων υπερασπιστών της δημοκρατίας κ.κ. Λαμπράκη, Μπόμπολα, Τεγόπουλο και Σία -- που επιχείρησαν τον ιστορικό βιασμό που οδήγησε στον Οχτώβρη του 1917..

Ο ρεβιζιονισμός δεν σημαίνει απλά την αναθεώρηση μερικών αρχών. Είναι η διάλυση του προλεταριακού κόμματος με την ουσιαστική έννοια τότε Εδώ σταματάει η ιστορική αναλογία Γιατί στην περίπτωση του κομμουνιστικού κινήματος, ακριβώς γιατί το κίνημα αυτό πήρε διαστάσεις που απείλησαν την ύπαρξη του καπιταλιστικού συστήματος, η ουσιαστική διάλυση είναι το πρώτο στάδιο («έστω» και με τη μορφή του μπρεζνιεφικού κρατισμού) και σ' ένα δεύτερο στάδιο έρχεται και η τυπική διάλυση στο όνομα της «νέας σκέψης».

Στην πρώτη περίπτωση, στο παλιό σοσιαλιστικό κίνημα ο ρεβιζιονισμός με τα σοσιαλιμπεριαλιστικά χαρακτηριστικά ήταν η οργανική ένταξη στους αντιπαρατιθέμενους ιμπεριαλισμούς. Στη δεύτερη περίπτωση ο μπρεζνιεφισμός, «φυγή προς τα μπρος» όπως λένε σήμερα, προετοίμαζε τους όρους - σταθμούς, (Ελσίνκι 1975 κλπ), χειρισμούς των «αντιπολιτεύσεων», τοπικές και εθνικές βαρωνίες μέσα στην ΕΣΣΔ, για το πέρασμα στο επόμενο στάδιο. Αυτά είναι αντικειμενικά βέβαια αλλά όχι μονάχα τέτοια Ο ρεβιζιονισμός στο κομμουνιστικό κίνημα προχώρησε στον κρατισμό και στη «φυγή προς τα μπρος» σε συνενοχή με τον αντίπαλο, για να σβήσει τις φλόγες των εξεγέρσεων σε παγκοσμία κλίμακα. Φλόγες που άναψαν από το τέλος της δεκαετίας του 50 μέχρι τις αρχές της δεκαετίας του 70 και σάρωσαν τον κόσμο. Αν δεν έκανε αυτό, έπρεπε να απαρνηθεί τη φύση του. Δηλαδή όχι μονάχα να εκθρονίσει τον Χρουστσώφ. σύμβολο-πρόδρομο του Γκορμπατσώφ, όχι μονάχα να συνταχθεί με τις δυνάμεις της αμφισβήτησης και της εξέγερσης, αλλά και να μπει επικεφαλής τους. Αν το έκανε αυτό δεν θα είχαμε ούτε «νέα σκέψη», ούτε κατάρρευση «συμπεφωνημένη». Αλλά ούτε κι αυτό που κατ' ευφημισμό ονομαζόταν «υπαρκτός σοσιαλισμός» και «υπεύθυνο» και «έγκυρο» κομμουνιστικό κίνημα.

Η διάλυση σε κρατικό επίπεδο της ΕΣΣΔ είναι το αναγκαίο βήμα μετά την από κοινού (με τις δυνάμεις του «καθαρού» καπιταλισμού) υπονόμευση και πραξικοπηματική ανατροπή των καθεστώτων της Ανατολικής Ευρώπης. Η απελπισμένη υπαρκτή ή παγιδευτική απόπειρα -- ή και τα δύο -- της 19ης Αυγούστου 1991 ήταν ένα πρόσχημα για την επιτάχυνση (περεστρόικα) διαδικασιών δρομολογημένων από τους Δύο Μεγάλους(;) στις Μάλτες στα Ελσίνκια κλπ.

Αφού το κομμουνιστικό κίνημα διαφέρει από το σοσιαλιστικό στο ότι δημιούργησε βάσεις στο κρατικό επίπεδο, ήταν επόμενο ο λικβινταρισμός (διάλυση) του ρεβιζιονισμού να έχει πολύ πιο οδυνηρές συνέπειες απ' ότι στην πρώτη περίοδο όταν τα σοσιαλιστικά κόμματα είχαν γίνει συνδιαχειριστές της πολεμικής αντιπαράθεσης δύο ιμπεριαλισμών.

Κι εδώ η ιστορική αναλογία βέβαια εξαντλείται. Και εξαντλείται όχι από εκείνους που επιμένουν παρόλα αυτά σ' αυτήν (παράδειγμα η επιστροφή στη σοσιαλδημοκρατία, καρμπόν πολιτικής μετονομασίας κομμάτων κλπ). Εδώ ανοίγεται ολότελα νέα ιστορική περίοδος. Κι αυτή αναγγέλθηκε άλλωστε από χρόνια, όσο κι αν πνίγηκε κάτω από το θόρυβο της δεξιάς και «αριστερής» κριτικής της επανάστασης

Η κριτική στο ρεβιζιονισμό μέσα στο σοσιαλιστικό κίνημα πριν το 1914 οδήγησε στη διαμόρφωση πρωτοποριών που άντεξαν και μπόρεσαν να οδηγήσουν σε νέους «ανεξερεύνητους» ιστορικούς δρόμους. Η κριτική στο ρεβιζιονισμό στη δεύτερη περίπτωση σ' ένα χώρο πολύ πιο εκτεταμένο και με αντιπαράθεση που αγκάλιασε όχι μονάχα κύκλους επαναστατών αλλά κινητοποίησε  μηχανισμούς κάθε είδους και «εδώ» και «εκεί», έφερε μια κατάσταση αρκετά διαφορετική απ' ότι στην πρώτη περίπτωση. Αλλά αυτό αποτελεί μια άλλη ιστορία που γι' αυτήν πολλά έχουν γραφτεί. Άλλα από σκοπιμότητες και άλλα καθ' υπαγόρευση και λίγα σαν αποτέλεσμα χωνέματος της πείρας. Όμως η «επιτάχυνση των διαδικασιών» προωθεί στην ημερήσια διάταξη το πρόβλημα, είτε το θέλουμε είτε όχι. Με πιο περίπλοκο και βασανιστικό τρόπο βέβαια

Πάντα ο ρεβιζιονισμός σαν πρόσχημα της ανάπτυξής του είχε την εμφάνιση νέων φαινομένων ή καταστάσεων. Αν αυτό ίσχυε στο τέλος του προηγούμενου ή και στις αρχές αυτού του αιώνα αυτό ισχύει πολύ περισσότερο για το τέλος της δεκαετίας του 40 και τις αρχές της δεκαετίας του 50. Αλλά άλλο πράγμα η νέα κατάσταση και τα νέα καθήκοντα κι άλλο η επίκλησή τους σαν πρόσχημα για αναθεώρηση, δηλαδή για απάρνηση της ίδιας της υπόστασης του κινήματος (όσο κι αν έμβλημά του ήταν «το κίνημα είναι το παν» κι όχι ο σκοπός).

Ο σύγχρονος ρεβιζιονισμός τότε εμφυτεύτηκε στην ίδια την καρδιά του κομμουνιστικού κινήματος. Πρόσχημα η νέα κατάσταση, αλλά και λάθη και αδυναμίες του κομμουνιστικού κινήματος. Η μεγάλη στροφή του 1956 δεν ήταν κεραυνός εν αιθρία. Αλλά είχε ισχυρές καταβολές. Διπλή η υπόσταση της. Κρατισμός και οικουμενισμός ταυτόχρονα Ο οικουμενισμός του γκορμπατσωφισμού είναι η συνέχεια του χρουστσωφισμού (πιο ξεδιάντροπος βέβαια σε σχέση με τον πρόδρομό του και πιο κυνικός). Ο κρατισμός της μπρεζνιεφικής περιόδου έπαιξε ρόλο «φύλλου συκής» του ρεβιζιονισμού του, αλλά ήταν απευθείας προέκταση του κρατισμού του χρουστσωφισμού που τράφηκε άλλωστε από τις κρατικίστικες καταβολές της προηγούμενης περιόδου. Όμως τα τανκς και τα κανόνια του Ζούκωφ που βγήκαν στους δρόμους της Μόσχας το καλοκαίρι του 1957 για να αποκαταστήσουν τον Χρουστσώφ στην εξουσία και να ανατρέψουν κανονικές διαδικασίες στο Πρεζίντιουμ έγιναν δεκτά με αγαλλίαση από τη «διεθνή κοινότητα» και τους οικουμενιστές δημοκράτες κάθε είδους. (Ο Χ. Φλωράκης για ευνόητους λόγους το κατάπιε το πώς και γιατί είχαν βγει κι άλλη φορά τα τανκς στους δρόμους της Μόσχας).

[Το πώς «εμφυτεύτηκε» ο ρεβιζιονισμός στην καρδιά του κομμουνιστικού κινήματος δεν έχει να κάνει μονάχα με «παλατιανές συνωμοσίες» που υπήρξαν, με εκκαθαρίσεις μαζικές και ανομολόγητες, αγνοημένες από τα μεγάφωνα της δημοκρατίας και του οικουμενισμού. Αυτό ήταν το αποτέλεσμα τους. Η διπροσωπία σαν μέθοδος της αντιπολίτευσης στην περίοδο 1930-40 στην εσωκομματική πάλη της ΕΣΣΔ ήταν μια εκ- δήλωση των καταβολών του κρατισμού για την οποία έγινε λόγος πιο πάνω.

Η αποτίμηση αυτών των φαινομένων και της ένταξης τους στη γενική ιστορική πορεία έχει γίνει αλλού και βέβαια κάθε άλλο παρά έχει εξαντληθεί. Όμως η ιστοριογραφία -μυθιστοριογραφία της γκορμπατσωφικής περιόδου αποτελεί καρικατούρα και στρέβλωση ολόκληρης της ιστορικής περιόδου και απροκάλυπτο αντικομμουνισμό φθηνότερο και από τον σολτζενίτσειο αντικομμουνισμό].

Ο παλιός ρεβιζιονισμός ήταν πλουσιότερος σε ιδέες και κατασκευές. Ο τωρινός στηρίζεται σ' αυτή τη «νέα πραγματικότητα» που υποτίθεται πως καλεί να αντιμετωπιστεί. Και η «πραγματικότητα» είναι εκείνη που απόρρευσε από την αντεπαναστατική, συνθηκολόγα και κρατικίστικη γραμμή της μπρεζνιεφικής; περιόδου που σ' αυτήν δραστήριο μέρος πήραν όλες οι βεντέτες της σημερινής περεστρόικα κάθε εκδοχής.

Είναι «τυχαία» η ύπαρξη ετικετών φιλελεύθερων, υπερ-φιλελεύθερων, κομμάτων ή «κινημάτων» από ανώτατα και ανώτερα στελέχη στο ΚΚΣΕ αλλά και στην «περιφέρεια»; Για να μην έρθουμε στη δική μας χώρα όπου τα «παιδιά της ΚΝΕ» που είπαν στη ζωή το «μεγάλο ναι» (το συνήθισαν αυτό), επάνδρωσαν τις αντικομουνιστικές στήλες των εφημερίδων και πρωτοστάτησαν στην αντικομουνιστική σταυροφορία ξεδιάντροπα και δίχως ίχνος συστολής. Οι ίδιοι που μερικά χρόνια πριν κραύγαζαν «ένα είναι το ΚΚΕ» και «αλλαγή δεν γίνεται δίχως το ΚΚΕ» και παρότρυναν και κατεύθυναν τραμπουκισμούς για την προστασία της αστικής - ευνομίας και «ευταξίας». Αλλά πέρα απ' αυτούς. Τι πανηγυρισμοί για τον γκορμπατσωφικό προγραμματισμό της περεστρόικα, για το σοσιαλιστικό ανθρωπισμό, για τις εκατοντάδες ινστιτούτα που έχουν επεξεργαστεί το πέρασμα στη σοσιαλιστική οικονομία της αγοράς, για άρθρα επί άρθρων πάνω στην αντίθεση του καπιταλιστικού ανταγωνισμού με τον περεστροϊκό συναγωνισμό (ο παλιός αστέρας Αγκαμπεγκιάν) και ένα σωρό θριαμβικά άρθρα για ανανέωση του σοσιαλιστικού μοντέλου. Οι ίδιοι τώρα παριστάνουν τους αθώους. Και μαζί και κάποιοι πρώην ή παριστάνοντες τους νυν εξωκοινοβουλευτικούς που με στοργή πρόφεραν τη λέξη «Γκόρμπυ» και κάποιοι άλλοι που έβλεπαν κόκκινες σημαίες στις πλατείες του Πεκίνου, της Πράγας και του Βουκουρεστίου.

Η είσοδος σε νέα περίοδο ή εποχή, σε εποχή μετάβασης όπως αρέσκονται να λένε οι παλαιογκορμπατσωφικοί και οι θεωρητικοί της μετάβασης στην «καθαρή ελεύθερη οικονομία» επισημοποιείται από τους «έγκυρους» αναλυτές τώρα, όμως στην ουσία έχει ξεκινήσει πριν από δέκα και πάνω χρόνια. Αποτελεί αφέλεια, εσκεμμένη όμως, για κακό όνειρο ενώ όλα πήγαιναν κανονικά και ομαλά; Η έκβαση της αντιπαράθεσης στις δεκαετίες του 60 και 70 μέσα στο κομμουνιστικό κίνημα προκαθόρισε αυτή τη νέα εποχή. Η ήττα της μιας από τις δύο πλευρές ήταν αποτέλεσμα όχι απλά «συσχετισμού δυνάμεων», γιατί ο συσχετισμός δυνάμεων δεν ήταν πάντα δεδομένος, αλλά άλλων βαθύτερων αίτιων. Τα «αναπόφευκτα» και «αναπότρεπτα», τα οποία τώρα που «θάφτηκε ο μαρξισμός» πηγαινοέρχονται, δεν αποτελούσαν ούτε αποτελούν μαρξισμό αλλά καρικατούρα του μαρξισμού. Αν ήταν άλλη η έκβαση της αντιπαράθεσης, θα ήταν αλλιώτικη και η εικόνα του συγχρόνου κόσμου. Αυτό είναι ένα πρώτο ζήτημα ουσίας. Το αν μπορούσε να συμβεί αυτό αποτελεί άλλη υπόθεση. Έχουν γραφτεί και ειπωθεί πάρα πολλά που είτε δεν έτυχαν της «δέουσας προσοχής» είτε απορρίφθηκαν τότε, γιατί ήταν «όχι πολύ ταξικά» ή «μύριζαν νεορεβιζιονισμό» (βλ- τους διάφορους Κώλογλου ή επιφανείς συνεργάτες του συγκροτήματος Κουρή). Γι' αυτό αποτελούν μια άλλη ιστορία χρήσιμη για όσους δεν θέλουν να περνούν άνετα και να αφομοιώνουν έτσι απλά αλήθειες αυτονόητες.

Εποχή μετάβασης λοιπόν; Σε τι; Ο εφησυχασμός των κρατούντων για το «τέλος της ιστορίας» ή για την άνετη επιβολή της νέας τάξης είναι επιφανειακός. Οι «νεοφώτιστοι» είναι πιο φανατικοί. Επόμενο είναι. Αφού θάφτηκαν τα σύμβολα τί απομένει; Αξιοθέατα ομάδων και σχηματισμών που επιμένουν ή φαίνονται να επιμένουν στις «χτεσινές αλήθειες». Οι σχηματισμοί αυτοί ή οι ομάδες αυτές δεν δείχνουν να έχουν καταλάβει τι συμβαίνει γύρω τους. Δεν είναι βέβαιο πως θα ξεκολλήσουν απ' αυτή τη μακαριότητα έστω κι αν συνοδεύεται με χτυπήματα στο στήθος του είδους «πόσο ποταποί είμαστε».

Η απαίτηση για αλλαγή στάσης χρονολογείται εδώ και πάνω από δέκα χρόνια. Οι χλευασμοί και οι ειρωνείες απέναντι σ' αυτούς που «φόβιζαν» με τις απόψεις τους μαζί με μια επάρκεια μικροεπιχειρηματία ήταν η γενική στάση. Όμως, η γενική αναστάτωση σε συνειδήσεις αλλά και το απτό χειροπιαστό αποτέλεσμα των «ανακατατάξεών» της είναι ένα πράγμα κι ο «υποκειμενισμός των αξιοθέατων» είναι ένα άλλο. Επομένως η «μετάβαση» κάθε άλλο παρά είναι υπόθεση που θα τη «διαχειριστούν» μέχρι τέλους με τον ίδιο τρόπο που η «διαχείριση» έγινε μέχρι τώρα Οι χθεσινοί απαραίτητοι «σύμμαχοι» σήμερα πετάγονται ή θεωρούνται εχθροί. Αυτή είναι η «επιτάχυνση» Η Κα-Γκε-Μπε ήταν απαραίτητη στην Ουγγαρία, Ανατολική Γερμανία, Ρουμανία, Βουλγαρία κλπ. Σήμερα πρέπει να «εκδημοκρατιστεί». (Προηγούμαστε οι Ρωμιοί, αφού από το 1965 σύνθημα της «αριστεράς» ήταν ο «εκδημοκρατισμός της ΚΥΠ»). Ο Γκορμπατσώφ εν μέρει είναι χρήσιμος σήμερα. Αύριο όμως; Ο Γέλτσιν Τσάρος; Αλλά προβάλλονται τώρα κι άλλοι Οι Σόμπτσακ, Σαπόζνικωφ, Σεβαρτνάτζε κλπ και ποιος ξέρει πόσοι άλλοι;

Στους ευρωπαϊκούς χώρους οι Οκέτο ήταν απαραίτητοι. Οι σοσιαλιστές του σήμερα χθεσινοί «κομμουνιστές», απαραίτητοι ή ανεκτοί σήμερα θα είναι και αύριο; κοκ.

Αυτή είναι η τρέχουσα ουσία της μετάβασης. Κι αυτή απορρόφησε και απορροφά την προσοχή αυτού που λέγεται «πολιτικό στρώμα» της επίσημης πάλαι ποτέ αριστεράς. Και οι μετοχές πέφτουν, ανεβαίνουν, ξαναπέφτουν κοκ. Η μετάβαση έχει συντελεστεί στο κεφάλαιο αυτό. Κι επειδή πρέπει να αποκρυπτογραφηθούν κατά το δυνατό οι όροι, η «μετάβαση στην οικονομία της αγοράς» έχει πολύ μεγάλη πέραση σαν προβληματισμός. Και εδώ οι διαφωνίες δεν είναι εκείνες που παρουσιάζονται σαν τέτοιες. Υπάρχει γενικά κοινή κατεύθυνση στο ρόλο που έχει συμφωνηθεί να παίξει στη συντελεσμένη αναδιάρθρωση ο χώρος που άλλοτε κάλυπτε τον «υπαρκτό σοσιαλισμό». «Παρθένα» αγορά με απαξίωση του παραγωγικού μηχανισμού. Αυτό έχει προωθηθεί αρκετά. Δημιουργία μεγάλου εφεδρικού στρατού και διαχείριση του μέσω υποκίνησης, ενίσχυσης, υποδαύλισης εθνικιστικών κλπ αντιπαραθέσεων. Το πρόβλημα των διαφωνιών είναι στη «διαχείριση· αυτής της στρατηγικής. Ποιος θα ελέγξει και πώς αυτή τη διαδικασία. Έτσι υπάρχει η αυταπάτη που αρχίζει να υποχωρεί βέβαια, αλλά και να μετασχηματίζεται σε άλλες, πως όλα αυτά μπορεί να συντελεστούν εύκολα. Κι από δω το πρόβλημα της πολιτικής πλευράς της μετάβασης. Ο νέος ή νεοταξικός μακαρθισμός στους χώρους του άλλοτε υπαρκτού σοσιαλισμού, η αντικομουνιστική υστερία, όλα αυτά τα «ανεξήγητα» τραγελαφικά, ο «αρχηγός ενός κόμματος» να θέτει εκτός νόμου το κόμμα του, η πρεμούρα του αποχρωματισμού άλλων (Βλέπε Αλία λχ) και πολλά άλλα που έχουν να δουν τα μάτια μας. (Όλοι οι υπεύθυνοι της ιδεολογίας πρωτοστάτησαν στον αποχρωματισμό).

Αυτή την κατάσταση καλείται, υποτίθεται, να «διαχειριστεί» η «νέα» και η «παλιά» σοσιαλδημοκρατία Κι έχουμε και λέμε: «Κλασική σοσιαλδημοκρατία» τύπου Γερμανίας. Μιτεράν, Κράξι, Γκονζάλες, Παπανδρέου κλπ. «Νέα σοσιαλδημοκρατία» τύπου Γέλτσιν (είναι σοσιαλιστής ο άνθρωπος, το έχει δηλώσει), Σεβαρτνάτζε, Γιάκοβλεφ, Γκίτζι, Λίλωφ, Οκέτο, Δαμανάκη, Κύρκου, Παπαγιαννάκη κλπ κλπ. Σε τι διαφέρουν από τις διακηρύξεις, όπου αυτές γίνονται, της «κοινωνικής ευαισθησίας» στο κρίσιμο ζήτημα της στάσης απέναντι στη «νέα τάξη»: Όμως «κρούουν τον κώδωνα», υπάρχει φόβος «εξέγερσης από τα κάτω» και αυτό αποτελεί το ενέχυρο της ύπαρξης τους. Όμως για «πραγματική εξέγερση από τα κάτω» όποιον χαρακτήρα κι αν έχει, αυτοί όλοι δεν κάνουν. Δεν φτουράνε. Ο ρόλος τους τελειώνει εκεί όπου τα καθήκοντα τους εξαντλούνται. Η ανυπαρξία οποιασδήποτε θέσης, ανάλυσης, προοπτικής, τους καταδικάζει στο τωρινό «μεροδούλι - μεροφάι». Θα πρέπει να ιδρώσουν, να αλλάξουν κι άλλα χρώματα και κυρίως να αποδείξουν πως είναι ακόμη απαραίτητοι. Η σοσιαλδημοκρατία ήταν και είναι απαραίτητη όπου υπάρχει ο ανταγωνιστικός πόλος: το κομμουνιστικό κίνημα με οποιαδήποτε έννοια. Όσοι βαυκαλίζονται πραγματικά, γιατί οι επώνυμοι παίζουν θέατρο, πως επιτέλους η νέα τάξη συνδέεται με κάποια εποχή επικράτησης «καθαρού» και «ανόθευτου» σοσιαλισμού θα πάθουν ότι έπαθαν και οι Γερμανοί σοσιαλιστές που είχαν παραμείνει μετά το 1933 «κύριοι του παιχνιδιού» στο Ράιχσταγκ μετά το σφάξιμο των κομμουνιστών... (Οι συνθήκες είναι βέβαια διαφορετικές, αλλά όχι καλύτερες. Όσο συντομότερα γίνει κατανοητό αυτό, τόσο το καλύτερο).

Έτσι λοιπόν από την «κακή πλευρά» ωριμάζουν κάποιοι όροι. Η ωρίμανση των όρων όμως είναι ένα πράγμα και η παρεμβολή για την αξιοποίηση τους προς τα δω ή προς τα κει είναι κάτι άλλο... Όλες οι σάλτσες περί πλουραλισμού, αναβίωσης της «παλιάς καλής αστικής κοινοβουλευτικής δημοκρατίας» (τύπου ΗΙΙΑ, τύπου Βαϊμάρης κλπ κλπ. ποιας;) θα αποδειχτούν αέρας κοπανιστός. Οι πολιτικοί διαμεσολαβητές με τη σημερινή τους μορφή ή για να κουλτουρίσουμε με το τωρινό τους «status» θα πάρουν την άγουσα προς την απομαχία στην καλύτερη περίπτωση. Ποιος θα καλύψει το «κενό», αυτό είναι το ζητούμενο.

Κι αυτό είναι το ζήτημα που θα λυθεί έτσι ή αλλιώς στην ερχόμενη περίοδο. Υπάρχει «για πρόταση» η παραλλαγή μιας πολιτικής διαμεσολάβησης αμερικάνικου τύπου. Με μια «δυαδική» πολιτική κατάσταση. Όχι σ' ότι αφορά το αν θα υπάρχει δικομματισμός ή όχι, αλλά σε σχέση με το πρότυπο της «κοινωνίας των πολιτών» στυλ ΗΠΑ, με το 50% «πολιτικά απαθείς» και το άλλο 50% να μετέχει αυτοτιμωρούμενο σε κάποιο πολιτικό παιχνίδι.

Η «μεταβιομηχανική» ή «κοινωνία της πληροφορίας» είναι επίσημα και πανηγυρικά η κοινωνία προς την οποία πραγματοποιείται η μετάβαση. Και το «άλμα» της περεστρόικα υποτίθεται πως απέβλεπε να παρακάμψει το στάδιο της «βιομηχανικής κοινωνίας» και να περάσει απευθείας στη μεταβιομηχανική κατάσταση.

Τα επιτελεία της είχαν προσδιορίσει το οριστικό πέρασμα σ' αυτήν γύρω στο 1996-2000. Όπως βλέπουμε δεν έχουν πέσει έξω. Το χρονοδιάγραμμα τηρείται όχι βέβαια όπως το είχαν περιγράψει, αλλά οι ταχύτατα συντελούμενες μεταβολές θα επιτρέψουν ίσως να γίνει ταχύτερα η μετάβαση. Και το χρονοδιάγραμμα προωθείται ως προς την εκτέλεση αλλά και στην επεξεργασία «από κοινού». Κι ιδώ ανοίγεται ένα μεγάλο κεφάλαιο.

Για τους Αμερικάνους, Ιάπωνες και άλλους απολογητές η κοινωνία αυτή είναι ήδη πραγματοποιημένη στις χώρες τους. Σε μια πρώτη μορφή.

Παράλληλα από την «εντεύθεν του Ατλαντικού» όχθη, πολλοί από τους 68άρηδες που είπαν στη «ζωή το μεγάλο ναι» μαζί με άλλους «έγκυρους» αναλυτές, διακήρυξαν πως ήδη έχουμε μπει «σ' ένα νέο τρόπο παράγωγης» που στηρίζεται στην ΕΤΕ, στα νέα υλικά και στις «κοινωνικές καινοτομίες» που βασίζονται στη «νέα επιχείρηση» (κάθετη -οριζόντια, σφαιρικοποιημένη) ενώ κάποιοι πιο πεζοί μιλάνε απλά για παγκοσμιοποίηση των πασίγνωστων αμερικάνικων κορπορέισονς. των γερμανικών κοντσέρν και των ιαπωνικών ζαϊμπάτσου.

Ο «τρόπος παράγωγης» σαν έννοια είναι μια μαρξιστική κατηγορία. Πώς να γίνει; Γι' αυτό και πολλοί «ρυθμιστές» (Αλιετά κλπ) φυλάγονται και μιλάνε για «νέο τρόπο παράγειν και καταναλώνειν» επί το ακριβέστερο. Όμως υπάρχουν και οι νεοφώτιστοι ή οι υποψήφιοι νεοφώτιστοι που κυνηγούν την έννοια. Αφού είναι μαρξιστική κατηγορία ο «τρόπος παράγωγης» σημαίνει κάτι άλλο από τα γνωστά συστήματα (τρόπους). Δηλαδή κάτι άλλο από τον καπιταλισμό. Γι' αυτό επινοήθηκε η «μισθωτή κοινωνία» ή «κοινωνία των μισθωτών» με απροσδιοριστία στο αν αποτελεί νέα φάση του καπιταλισμού ή «μετάβαση». Προηγείται χρονικά η ιαπωνική «κομπιουτοπία» (1972) που κήρυξε άλλωστε το πέρασμα (μετάβαση) σε μια νέα κοινωνία. Οι Αμερικάνοι πρωτοπόροι αντέγραψαν τους Ιάπωνες σ' αντίθεση με ότι κάνουν οι τελευταίοι και ίσως δεν είναι τυχαία η προβολή της «κομπιουτοπίας» (1972) σε μια στιγμή που υποχωρεί (όχι από μόνο του) το παγκόσμιο κύμα αμφισβήτησης και εξέγερσης. Γι' αυτό την κομπιουτοπία με τις παραλλαγές της αγκάλιασαν μέχρι και οι πρώην άγριοι αμφισβητίες της Δ. Ευρώπης. (Έτσι, αρκετά καθυστερημένα η κ. Α. Παπαρήγα «ανακάλυψε» τους κομπιούτερς, την ΕΤΕ, σαν μια από τις αιτίες της «νίκης του καπιταλισμού»).

Αλλά ας σοβαρευτούμε, όπως θα έλεγαν ορισμένα επιφανή φερέφωνα μιμούμενα τους Γάλλους «έγκυρους» αναλυτές, ο Μ. Παπαγιαννάκης ή Γ. Βότσης πχ. Μια νίκη προϋποθέτει πως κάποιος πολέμησε κάποιον και τον νίκησε. Προϋποθέτει επομένως πως αντιπαρατάχθηκε ο κομμουνισμός σαν κίνημα και κατανικήθηκε. Οι ίδιοι «αναλυτές» ή οι προκάτοχοι τους έκαναν σαφείς διαχωρισμούς στη δεκαετία του 60 ανάμεσα στο ανανεωμένο, σώφρον σοσιαλιστικό σύστημα των Χρουστσώφ-Μπρέζνιεφ και στους διάφορους σταλινικούς, μαοϊκούς κ.α. ανατροπείς. Μέχρι προχθές εκθέτονταν τα επιτεύγματα του υπαρκτού σοσιαλισμού και η σωφροσύνη του στη διατήρηση της ισορροπίας του τρόμου και στην εκμηδένιση των ανατρεπτικών «-ισμών» κάθε είδους. Χέρι-χέρι πολέμησαν τη «μαοϊκή ανατρεπτικότατα», τους αμφισβητίες, τους νεο- ή παλαιοσταλινικούς. Το Ελσίνκι 1975 ήταν το επισφράγισμα της αμερικανο-σοβιετο-ευρωπαϊκής συνεργασίας για την απομόνωση των ανατροπέων. Πριν ένα χρόνο το ΚΚ. Κίνας είχε περάσει στην εποχή της σωφροσύνης που σημαδεύτηκε από το περιβόητο «δύο υπερδυνάμεις» που από τότε καταδυνάστευσε και αποπροσανατόλισε πλήθος από ζωντανές δυνάμεις. Τι ισχύει απ' όλα αυτά; Αυτά που έλεγαν χτες και προχτές ήταν λάθος; Φυσικά η απάντηση παραπέμπεται στην αιωνιότητα

Η «βιομηχανική κοινωνία» ή «κοινωνία της «αφθονίας» σαν σύνθημα ήταν το αντίδοτο στο φούντωμα των εξεγέρσεων, επαναστάσεων, αμφισβητήσεων. Η «μεταβιομηχανική» ή «κοινωνία της πληροφορίας» είναι το «φάρμακο» για τα αθεράπευτα δεινά ενός συστήματος που ιστορικά βρίσκεται σε αδιέξοδο. Η «ιστορική αναγκαιότητα», έννοια που έχει βέβαια κακοποιηθεί, δεν σημαίνει πως η υπέρβαση ενός συστήματος σαν τέτοιου σημαίνει και την υπέρβαση του στην πράξη. Σημαίνει πως βρίσκεται στην ημερήσια διάταξη. Για να πάμε πίσω στην ιστορία, το φεουδαρχικό σύστημα (ο φεουδαρχικός τρόπος παραγωγής) είχε ήδη ιστορικά ξεπεραστεί από το τέλος του 17ου αιώνα. Όχι μονάχα γιατί είχαμε την αστική επανάσταση στην Αγγλία, αλλά γιατί κατέφυγε στα δεκανίκια του συγκεντρωτικού κράτους ή της «φωτισμένης δεσποτείας» (σταθμοί τα κράτη Λουδοβίκου ΙΔ' στη Γαλλία, Φρειδερίκου στην Πρωσία, Μεγάλου Πέτρου κι αργότερα Αικατερίνης της «Μεγάλης» στη Ρωσία κλπ) Τα «μονοπώλια», που εξεγέρθηκε εναντίον τους ο Α. Σμιθ και οι Γάλλοι φυσιοκράτες, έκφραζαν αυτό το «συμβιβασμό» φεουδαρχίας και ανερχόμενων αστών, που ιστορικά όμως αποτελούσαν προστασία αλλά και τροχοπέδη για τους τελευταίους.

Όταν αυτό ισχύει για τη φεουδαρχία και τον αστισμό, τι πρέπει να σκεφτούμε για τη μονοπωλιακή αστική τάξη των κορπορέισον, κοντσέρν και ζαϊμπάτσου και για όλη την αιματοβαμμένη, πολύμορφη, πολυδιάστατη πραγματικά ταξική πάλη σ' όλα τα επίπεδα στα τέλη του 19ου και στον 20ο αιώνα από την Κομμούνα μέχρι τις μέρες μας; Οι Γκορμπατσώφ και Σία και οι «δυτικοί» κουμπάροι τους θα αποφασίσουν για το ποια είναι η ιστορική αναγκαιότητα;

Ο Μαρξ μιλώντας για τους «επιγόνους» στο τοτινό εργατικό κίνημα στα τελευταία χρόνια της ζωής του είχε χρησιμοποιήσει ένα στίχο τον Χάινε «έσπειρα δόντια δράκοντα και φύτρωσαν ψύλλοι». Αυτοκριτική; Ή κάτι άλλο; Όπως και νάχει, κι εδώ έχει θέση το «ο νοών νοείτω». Αλλά αυτό αποτελεί ένα άλλο μεγάλο κεφάλαιο.

Η «μεταβιομηχανική κοινωνία» είναι φάρμακο μαζί κατευναστικό και διεγερτικό. Έτσι βρίσκεται σε αντιστοιχία. Δεν έχει σημασία αν προηγείται ή έπεται, με τα πάσης φύσεως κατευναστικά-διεγερτικά που «κληροδότησε» η «βιομηχανική κοινωνία». (Τι να γίνει; Τα εισαγωγικά είναι κληρονομιά του δεινοσαυρισμού. Κάποιος κάποτε είχε κηρύξει πόλεμο εναντίον τους και χειραφετήθηκε). Επί της ουσίας: θεωρητικά το στάδιο αυτό συνδέεται μ' εκείνη την περίοδο όπου οι μεταλλαγές στον κοινωνικό ιστό (ας το πάρει το ποτάμι) επιφέρουν μια συνύπαρξη παραγωγικών και παρασιτικών καταστάσεων στον υπέρτατο βαθμό σε σχέση με προηγούμενες περιόδους.

Πιο «ξύλινα»: η αναδίπλωση και επέκταση ταυτόχρονα του όλο και περισσότερο συγκεντρωνόμενου και συγκεντροποιούμενου κεφαλαίου στη δοσμένη «στιγμή» της ιστορικής συγκύριας (συσχετισμοί ταξικοί κλπ) του επιτρέπει να εξαπλωθεί σε μια επανέκδοση του «ελιτίστικου» ζωτικού χώρου επεκτείνοντας μία πυραμιδοειδή κοινωνική συγκρότηση (μέσω των αυταπατών του -από ιστορική άποψη αυταπατών- για άσκηση κοινωνικού ελέγχου) κάθετη και οριζόντια. Ο κατατεμαχισμός της ζωντανής εργασίας σφαιρικοποιείται και διαρθρώνεται περιφερειακά. Ο «χώρος» του Τρίτου και Τέταρτου κόσμου παγκοσμιοποείται και γεωγραφικά οριζόντια και κάθετα. Η αυταπάτη της μετά από 10, 20, 30 χρόνια (βλ. κύκλοι του Κοντράτιεφ) πρόσβασης όλων ή του μεγαλύτερου μέρους των μαζών στα «νέα» προϊόντα» μαζί με την εξαγωγή του «αμερικάνικου ονείρου» της «αγοράς», της «ατομικής πρωτοβουλίας» κλπ. Ο Δαρβίνος πέθανε, ζήτω ο Δαρβίνος. Ξεπερασμένος στις φυσικές επιστήμες επαυξημένος και ολοζώντανος στις κοινωνικές. Και επαυξημένος γιατί εδώ έχουμε να κάνουμε με υπερδαρβινισμό. Ο φεουδαρχισμός μαζί με το σκοταδισμό επανέρχονται: διαχωρισμοί κάθε είδους (φυλετικοί, εθνικοί, κοινωνικοί) επαυξάνονται με τερατώδικη μορφή. Τα χιτλερικά στρατόπεδα συγκέντρωσης των βρώμικων φυλών ή των μπολσεβίκων τα διαδέχονται, για την ώρα, με επιταχυνόμενο ρυθμό, οι τενεκεδουπόλεις,  οι μητροπόλεις-τέρατα με βορειοαμερικανικά ή ασιατικά πρότυπα. Και έχει ο θεός.

Θα σταματήσουμε εδώ. Αν ρίξουμε μια ματιά στις ίδιες τις στατιστικές ή δημοσιεύματα αυτών των χωροφυλάκων-ιδρυμάτων της Διεθνούς Τράπεζας και του ΔΝΤ βλέπουμε την εικόνα ολοζώντανη. Το διαζύγιο πραγματικής οικονομίας - οικονομίας καζίνο ή παρασιτισμού που πολύ μετριοπαθώς περιγράφηκε από τον επάρατο των καιρών μας, Λένιν, όλο και μεγαλώνει.

Η «μεταβιομηχανική» ή «κοινωνία της πληροφορίας» είναι η «νέα τάξη». Η ανάλυση μπορεί να γίνει σε πολλά επίπεδα: στο επίπεδο ή έδαφος των απολογητών της «νέας τάξης», στο επίπεδο ή έδαφος των υποτιθέμενων «λενινιστικών» παρακαμπτηρίων σταδίων τύπου «νέας σκέψης», στο επίπεδο τέλος μιας ανάλυσης με δείκτες και μεγέθη. Αναλυτές κάθε άλλο παρά μαρξιστές ή μαρξίζοντες. από τον Γκαλμπραίηθ μέχρι Γάλλους και Γερμανούς «συντηρητικούς» νεοφιλελεύθερους, μιλάνε για φούσκωμα ή για υπεραφθονία της οικονομίας των ραντιέρηδων. Παρασιτισμός παλιού και νέου τύπου. «λιγότερο κράτος», αλλά κράτος Λεβιάθαν και μέσα σ' αυτό κράτος εν κράτει. («Κουλτουρικά» μπορούν να αναλυθούν όλα αυτά και έχει γίνει αυτό αρκετά αλλά αυτό που έγινε σ ένα βαθμό και σε μια στιγμή δεν αρκεί. Χρειάζεται να γίνεται ξανά και ξανά). Η επανεμφάνιση του ιερατείου της προκατακλυσμιαίας εποχής με την «Γνώση - Δύναμη» της περιχαρακωμένης Γνώσης-Θεσμός. Η διαπλοκή των κυκλωμάτων ενημέρωσης (;), ερευνητικών κέντρων, με παράλληλες και επάλληλες εξειδικεύσεις, με βάση, πολλαπλά επίπεδα και κορυφή, αλληλοστροβιλίζονται στα «κενά» που ανακαλύπτονται ή «ανακαλύπτονται» αδιάκοπα. Η διείσδυση της αγοράς στις πιο «απόκρυφες» πτυχές της ιδιωτικής και δημόσιας ζωής, μέσω σοφιστικέ επιστημονικο - τεχνολογικών και εμπορικών εργαλείων, αν μπορούμε να μιλάμε για «αγορά» εκτός αν την εννοούμε με την αρχαιοελληνική της έννοια: Αγορά ίσων, εκτός δούλων. Αλλά όχι αγορά έστω νομικά και τυπικά ίσων κλπ κλπ (που κάθε άλλο παρά ίσοι ήταν)

Αυτό το πλάσμα της κομπιουτοπίας πρέπει να το «γνωρίσουμε». Κι αν το «γνωρίσουμε»  υπάρχουν δυο δυνατότητες: ή να γοητευτούμε από τις πιθανότητες να απολαύσουμε τα αγαθά και τα πλεονεκτήματα του ή να το «γνωρίσουμε» για να το ξεσκεπάσουμε σαν τέτοιο κατ ν' ανοίξουμε δρόμους για μια άλλη «μετάβαση». Οι ειλικρινά ή υποθετικά νοσταλγοί κάποιων άλλων σκληρών αλλά γεμάτων άλλες προοπτικές εποχών δυσκολεύονται να δεχτούν τα πράγματα όπως έχουν. Αφήνουν έτσι το πεδίο ελεύθερο στους κάθε είδους τσαρλατανισμούς κι αφήνουν να περνούν (και πέρασαν) οι ιππότες της «νέας σκέψης» και «νέας τάξης».

Αυτό δεν σημαίνει απόρριψη της πείρας που έχει ακριβοπληρωθεί για να μιλήσουμε με εμπορικούς όρους. Η ιστορία και η λογική είναι μια αντιθετική ενότητα: γιατί με τις κατεστημένες έννοιες δεν κολλάνε η ιστορία με τη λογική ή αντίστροφα. Γιατί η λογική της ιστορίας δεν κολλάει με την ιστορική λογική (αυτή που διδάσκεται). Έγιναν στο όνομα όλων αυτών των εννοιών τερατουργήματα και από «αριστερά» όχι λίγα Η μετά το 1970 εποχή είναι γόνιμη σε τέτοια τερατουργήματα Ποια λογική επομένως και ποια ιστορία. Ο πατριάρχης της αστικής σκέψης, ο Ε. Καντ, με το διαχωρισμό σε «καθαρό» και «πραχτικό λόγο» έδωσε το οδηγητικό νήμα για να συνυπάρχουν και όχι μόνο να αίληλοεξυπηρετούνται και τα δύο.

Ποτέ όσοι κατανόησαν τον μαρξισμό σαν τέτοιο δεν ισχυρίστηκαν πως ο συσχετισμός δυνάμεων στο πνευματικό πεδίο ήταν ευνοϊκός για όσα υποστήριζαν. Η σύγχρονη πραγματικότητα είναι η αδιάψευστη μαρτυρία γι' αυτό, αλλά και για κάτι άλλο: ποτέ δεν ήταν πιο πανηγυρικά διαπιστωμένη η ισχύς και η αλήθεια των μαρξιστικών κατηγοριών, όσο κι αν θριαμβολογούν οι κατεδαφιστές κάθε είδους του υπαρκτού σοσιαλισμού και με παρέκταση του κομμουνισμού (Αυτοί οι αμείλικτοι εχθροί κάθε παρέκτασης). Είναι κι αυτό ένα από τα μεγάλα ιστορικά παράδοξα, ή μια απόδειξη της αντιθετικής ενότητας ιστορίας και λογικής. Και αφού το πρόβλημα τίθεται ουσιαστικά με τους ίδιους όρους (με την παραπάνω έννοια), η λύση του δεν μπορεί να αναζητηθεί ούτε στην αναβίωση ενός κολοβωμένου αστικού ορθολογισμού του 18ου αιώνα ούτε στους σύγχρονους σοφιστικούς πραγματισμούς και στο πάντρεμα τους με την όχι και τόσο φρέσκια γερμανική (ή γαλλικής έκδοσης) φαινόμενολογία. Η λύση, δηλαδή η πορεία προς τη «λύση» θα πραγματοποιηθεί με το αναποδογύρισμα κατεστημένων αληθειών, δηλαδή με την κριτική της λογικής και της ιστορίας, όπως αυτή καθιερώνεται στην κυρίαρχη (με ό- λες τις παραλλαγές) ιδεολογία και με την αποκατάσταση της αντιθετικότητάς τους.

Το «υλικό» βρίσκεται μπροστά μας. Η σύγχρονη πραγματικότητα και η πορεία προς τη διαμόρφωσή της. Η σύλληψη, ο εντοπισμός των στοιχείων που κίνησαν και κινούν αυτή την πραγματικότητα η ιστορική υπόσταση τους και η λογική τους συνάφεια ή ασυνάφεια, η ιστορική συνέχεια ή ασυνέχεια είναι μια πρόκληση, σύμφωνα με τους παρόντες όρους, ή ένα καθήκον για όσους θέλουν να μην υποκλίνονται σε δοσμένους συσχετισμούς και τολμούν να εναντιώνονται σ' αυτούς.